ἀχανής
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ές, (χάσκω, χανεῖν)
A not opening the mouth, of one mute with astonishment, Hegesipp.Com.1.25, Plb.7.17.5, Luc.Icar.23, Alciphr. 3.20; also δι' ἀχανοῦς through a narrow opening, Thphr.Vent.29. II yawning, κρημνός Timae. 28; χάσμα AP9.423 (Bianor), J.AJ7.10.2; without a lid, Hero Aut.28.4; wide-mouthed, τεῦχος Diocl. ap. Orib. 5.4.2, cf. Antyll.ib.44.8.12; open, ἀ. καὶ ἀνώροφος νεώς D.C.37.17; open, unoccupied, of building land, POxy.1702.3 (iii A. D.); χάσμα Parm.1.18; σκότος LXX Wi.19.17, cf. Lyr.Anon.in PFay.2ii20; τὸ ἀχανές the yawning gulf, Arist.Mete.367a19; ἡ ἀ. χώρα Ph.1.7; ἀχανές· τὸ μὴ ἔχον στέγην . . ἐπὶ τοῦ λαβυρίνθου, S.Fr.1030; ὄψει πάντα ἀχανῆ PMag.Par.1.1107. 2 generally, vast, immense, στράτευμα Plu. 2.866b; πέλαγος Id.Cic.6, Jul.Or.4.142c.
German (Pape)
[Seite 417] ές (χαίνω), 1) den Mund nicht öffnend, geschlossen, Theophr.; vor Staunen nicht redend, stumm, neben ἄφωνος Hegesipp. bei Ath. VII, 290 d; Pol. 7, 17 u. öfter; Luc. Icarom. 33. – 2) mit α euphon., nach den Alten intensiv., weit gähnend, bes. Sp., πέλαγος Plut. Alex. 31 u. oft, wie χώρα, στράτευμα, πεδίον; εἰς ἀχανές, ins Weite, in die Ferne, Arist. Meteorl. 1, 3, 16. Nach B. A. p. 28 brauchte es Soph. frg. 852 = μὴ ἔχων στέγην ἢ ὄροφον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχᾰνής: -ές, (χάσκω, χανεῖν) «ἄφθογγος. μὴ ἀνοίγων στόμα» (Ἡσύχ.)· ἀχανὴς... ἄφωνος Ἡγύσιππ, ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25, Πολύβ. 7. 17, 5, Λουκ. Ἰκαρομ. 23: ― ἐν Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 29, δι’ ἀχανοῦς, διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος. ΙΙ. (α εὔφων.) χάσκων, κρημνὸς Τίμαι. ἐν Ἀποσπ. 28· ἴδε Οὐϋττεμβ. 2. 76C· χάσμα Παρμεν. 18: ― τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον κενόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 16· «ἀχανές· τὸ μὴ ἔχον στέγην ἢ ὄροφον, ἐπὶ τοῦ λαβυρίνθου» Α. Β. 28, 28. 2) καθόλου, μέγας, πολύς, ἄμετρος, στράτευμα Πλούτ. 2. 866Α· πέλαγος ὁ αὐτ. Κικ. 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 largement ouvert, béant;
2 p. ext. immense, infini.
Étymologie: ἀ, χαίνω.
Spanish (DGE)
(ἀχᾰνής) -ές
1 de enorme abertura, espacioso ταὶ (πύλαι) ... χάσμ' ἀχανὲς ποίησαν ἀναπτάμεναι éstas (las puertas) al abrirse crearon un espacioso vano Parm.B 1.18, cf. AP 9.423 (Bianor), I.AI 7.242, κρημνοί Timae.FHG 28
•subst. τὸ ἀχανές espacio abierto μὴ σκεδάννυσθαι εἰς ἀχανὲς ἀλλ' εὐθυπορεῖν que (la vista) no se dispersa por el espacio sino que va en línea recta Arist.GA 781a2, cf. Mete.340a32, 367a19, ἐὰν διὰ στενοῦ καὶ ἀχανοῦς πνέῃ (πνεῦμα) Thphr.Vent.29, cf. I.BI 5.208
•fig. inmenso, vasto σκότος LXX Sap.19.17, χώρα Ph.1.7, cf. Iambl.Fr.125, τόπος S.E.M.7.183, Abyd.3b(4), πέλαγος Plu.Cic.6, Iul.Or.11.142c, δάπεδον GDRK 58.44, στράτευμα Plu.2.866a, αἰών M.Ant.12.32, ὄψῃ πάντα ἀχανῆ PMag.4.1107
•subst. la inmensidad τὸ ἀχανές τοῦ αἰῶνος M.Ant.4.50, cf. 5.23.
2 descubierto de construcciones, hípetro del laberinto, S.Fr.1030, νεώς D.C.37.17.3, cf. 55.8.4
•de recipientes destapado κιβωτάριον πῶμα μὴ ἔχον, ἀλλὰ ἀχανές Hero Aut.28.4, τεῦχος Diocl.Fr.129, cf. Antyll. en Orib.44.5.12
•de heridas abierto, POxy.3555.28 (I/II d.C.)
•de un solar descampado, no construido ψιλοῦ τόπου ἀχανοῦς POxy.1702.3 (III d.C.).
3 de pers. boquiabierto de admiración o estupor estupefacto, mudo ὁ δὲ παριὼν ... ἑστήξετ' ἀ. por los exquisitos olores procedentes de un guiso, Hegesipp.Com.1.25, ἑστάναι Plb.7.17.5, 15.28.3, Luc.Icar.23, Hld.2.5.4, X.Eph.1.16.6, μένειν Plb.11.30.2, Ath.Al.M.25.420C, γίνεσθαι Plb.Fr.192, cf. Alciphr.2.17.2, ἕστηκεν ἀ. Apostol.4.90.
-ές
mudo, que no abre la boca ἀ. ἔκειτο, μήτε τὸ στόμα ... ἐπᾶραι δυνάμενος se quedó mudo sin poder abrir la boca Charito 1.4.7, ἀχανής· ἄφθογγος, ἄφωνος, μὴ ἀναίγων στόμα Hsch., Sud., cf. 1 ἀχανής.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀχανής, -ές) χαίνω
1. αυτός που παρουσιάζει μεγάλο χάσμα («ἀχανής κρημνός»)
2. απέραντος, ατέλειωτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀχανές
χάος, άβυσσος
II. αρχ.-μσν. αυτός που δεν ανοίγει το στόμα του, που μένει άφωνος από φόβο ή έκπληξη
μσν.
άφωνος, νεκρός
αρχ.
1. στενός
2. ανοιχτός, χωρίς στέγη
3. φρ. «ἀχανὲς σκότος» — το αιώνιο σκοτάδι.
Greek Monotonic
ἀχᾰνής: -ές (χανεῖν, απαρ. αορ. βʹ του χάσκω)·
I. αυτός που δεν ανοίγει το στόμα, άφωνος, σε Λουκ.
II. (α ευφωνικό) αυτός που χάσκει, άμετρος, απέραντος, σε Πλούτ., Ανθ.