διερωτάω

From LSJ
Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερωτάω Medium diacritics: διερωτάω Low diacritics: διερωτάω Capitals: ΔΙΕΡΩΤΑΩ
Transliteration A: dierōtáō Transliteration B: dierōtaō Transliteration C: dierotao Beta Code: dierwta/w

English (LSJ)

   A cross-question, τινά Pl.Ap.22b, Grg.458a, etc.; δ. τινά τι Id.Prt.315c.    II ask constantly or continually, οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς . . τί βούλεσθε; D.3.22.

Greek (Liddell-Scott)

διερωτάω: ἐρωτῶ ποικιλοτρόπως, ἀνακρίνω, τινα Πλάτ. Ἀπολ. 22Β, Γοργ. 458Α, κτλ.· δ. τινά τι ὁ αὐτ. Πρωτ. 315C. ΙΙ. ἐρωτῶ ἐπιμόνως ἢ συνεχῶς, οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς… τί βούλεσθε ; Δημ. 34. 22.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 interroger en détail : τινα qqn;
2 interroger avec persistance, ne cesser de questionner.
Étymologie: διά, ἐρωτάω.

Spanish (DGE)

1 preguntar, interrogar c. ac. de pers. y de abstr. ἀστρονομικὰ ἄττα ... τὸν Ἱππίαν Pl.Prt.315c, c. ac. de pers. e interr. indir. αὐτοὺς τί λέγοιεν Pl.Ap.22b, τὸν Κῦρον πότερον βούλοιτο μένειν X.Cyr.1.3.15, Ἡρώδην ... τίς ὁ κτείνας εἴη I.BI 1.234, cf. Arist.Fr.44, Plb.5.50.12, διηρώτα τὰς δύο (γνώμας) καθολικῶς, οἷς δοκεῖ Plb.33.1.7, o interr. directa ὑμᾶς ... τί βούλεσθε; D.3.22, cf. D.C.48.8.5, Babr.55.4, περὶ τοῦ συμβεβακότος τί δεῖ ποιεῖν Lindos 2.D.67 (I a.C.), sólo c. ac. de pers. ἡδέως ἄν σε διερωτῴην Pl.Grg.458a, sólo c. ac. de abstr. γνώμας D.H.4.85, sólo c. interr. indir. τίνος ἕνεκ' Arist.EE 1216a12, cf. Metaph.1000a20, I.BI 1.653, Plu.2.358b, D.C.43.10.4, Aesop.5, 183
c. ac. de concr. preguntar por τὴν οἰκίαν τοῦ Σίμωνος Act.Ap.10.17
en v. pas. ser interrogado εἰ τἀληθῆ καὶ ταὐτὰ ἀπαγγέλλω Aeschin.2.122, τὴν Ἰφιγένειαν ὑπὸ Ὀρέστου διερωτωμένην D.S.20.14.
2 poner en cuestión, investigar πάσας (τὰς συνουσίας) Pl.Lg.639d.

English (Strong)

from διά and ἐρωτάω; to question throughout, i.e. ascertain by interrogation: make enquiry for.

English (Thayer)

1st aorist participle διερωτησας; to ask through (i. e., ask many, one after another): τί, to find out by asking, to inquire out, Xenophon, Plato, Demosthenes, Polybius, Dio Cassius, 43,10; 48,8.) Cf. Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 15.

Greek Monotonic

διερωτάω: μέλ. -ήσω,
I. εξετάζω λεπτομερώς, ανακρίνω, τινα, σε Πλάτ.
II. ρωτώ συνεχώς ή επίμονα, σε Δημ.