ἔγκλιμα
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
ατος, τό,
A slope, Plb.5.59.9 (pl.). 2 inclination, tilt, τοῦ κόσμου Hipparch. 1.3.5, Gem.6.24; of an engine, Bito 55.10(pl.). 3 latitude, Vett.Val.316.32. II turning, i. e. rout, of an army, Plb.1.19.11; cj. for ἔκκλημα in D.S.20.12. III Gramm., inflected form, A.D. Synt.83.2. 2 form pronounced with grave accent, Id.Pron.90.12.
German (Pape)
[Seite 708] τό, das Geneigte; bei den Gramm. ein inclinirtes Wort; – die Neigung, τῶν ἐδάφων Pol. 9, 21, 8; übertr., vom Heere, das Weichen, 1, 19, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκλιμα: τό, κλίσις, «κατήφορος», κατωφέρεια, Πολύβ. 9. 21, 8. ΙΙ. ἡ στροφὴ ἢ ἡ ἧττα στρατεύματος, ὁ αὐτὸς 1. 19, 11, Διόδ. 20. 92 (συνήθ. ἔκκλημα). ΙΙΙ. παρὰ γραμμ., ἐγκλιτικόν, ἐγκλιτικὴ λέξις, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 115.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I abstr.
1 inclinación, pendiente τῶν ἐδάφων Plb.9.26a.8
•astr. inclinación del cielo en relación al curso aparente del sol y según la latitud en que se encuentra el observador, declinación τοῦ κόσμου Hipparch.1.3.5, 7.22, Gem.6.24, 16.14, Cleom.1.4.157, cf. Gem.6.26, Cleom.1.3.31
•declinación, latitud en la esfera celeste Gem.5.61, Ach.Tat.Intr.Arat.19, Vett.Val.303.24, 304.3
•en la terrestre τὸ τῆς ἡμετέρας οἰκουμένης ἔ. Ptol.Alm.2.6, cf. Hipparch.1.3.10, Gem.5.47, 48.
2 media vuelta en la batalla, huida γενομένου ἐγκλίματος Plb.1.19.11, cf. 4.58.8, D.S.20.12 (cj., cf. ἔκκλιμα).
II concr.
1 rampa de escalones en la subida a una ciudad desde el puerto, Plb.5.59.9
•mec. pasarela, puente en una torre de asedio ὥστε τὸ ... τοῦ τείχους μέγεθος ἰσόπεδον εἶναι τῷ ἐγκλίματι Bito 55.10, cf. 8.
3 gram. forma o palabra flexiva verbal A.D.Synt.83.2
•forma o sílaba enclítica op. θέμα ἴδιον A.D.Pron.90.12.
Greek Monolingual
ἔγκλιμα, το (Α)
1. κλίση, κατωφέρεια
2. (για μηχανή) λοξή στάση ή τοποθέτηση
3. (για στρατό) ήττα, υποχώρηση
4. επικλινής έκταση
5. γραμμ. εγκλιτική λέξη.