θάψινος

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάψῐνος Medium diacritics: θάψινος Low diacritics: θάψινος Capitals: ΘΑΨΙΝΟΣ
Transliteration A: thápsinos Transliteration B: thapsinos Transliteration C: thapsinos Beta Code: qa/yinos

English (LSJ)

η, ον,

   A yellow-coloured, yellow, sallow, γυνή Ar.V.1413; κρόκη IG12.330.17; χρῶμα Plu.Phoc.28; χιτών Callix.2.

German (Pape)

[Seite 1189] gelb gefärbt; χιτών Ath. III, 198 f; Plut. Phoc. 28; übertr., blaß, γυνή Ar. Vesp. 1413.

Greek (Liddell-Scott)

θάψῐνος: -η, -ον, κιτρίνου χρώματος, κίτρινος, ὠχρός, γυνὴ Ἀριστοφ. Σφ. 1413˙ χρῶμα Πλούτ. Φωκ. 28˙ χιτὼν Ἀθήν. 198F, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
jaune.
Étymologie: θάψος.

Greek Monolingual

θάψινος, -η -ον (Α) θάψος
αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κίτρινος, ωχρόςθάψινος γυνή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάψος, αρχ. ονομασία φυτού από το ξύλο του οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη βαφή].

Greek Monotonic

θάψῐνος: -η, -ον, κιτρινόχρωμος, ωχρός, κίτρινος, σε Αριστοφ.