Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατόπτης

From LSJ
Revision as of 10:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόπτης Medium diacritics: κατόπτης Low diacritics: κατόπτης Capitals: ΚΑΤΟΠΤΗΣ
Transliteration A: katóptēs Transliteration B: katoptēs Transliteration C: katoptis Beta Code: kato/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = κατοπτήρ 1, h.Merc.372, Hdt.3.17, 21, etc.    2 one who visits or explores, κλιμάτων καὶ ἐθνῶν Vett. Val.330.15; one who contemplates, οὐρανοῦ Ph. Bybl. ap. Eus.PE1.10.    II overseer, κατόπτης δ' εἴμ' ἐγὼ τῶν πραγμάτων A.Th.41; ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα Ar.Ach.435.    2 κατόπτας, ὁ, title of an officer in Boeot. towns, IG7.303.21 (Oropus), 3172.140 (Orchomenus).

German (Pape)

[Seite 1404] ὁ, = κατοπτήρ; H. h. Merc. 372; στρατοῦ Aesch. Spt. 351; Eur. Rhes. 150; Her. 3, 17. 21. – Ar. Ach. 410 abdi ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῇ, der von oben her Alles schau't; κατόπτης δ' εἴμ' ἐγὼ τῶν πραγμάτων, ich sehe, betrachte Alles, Aesch. Spt. 41.

Greek (Liddell-Scott)

κατόπτης: -ου, ὁ, = κατοπτήρ Ι, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 372, Ἡρόδ. 3. 17, 21, Αἰσχύλ. Θήβ. 36, κτλ. II. ἐπόπτης, ὁ ἐπιβλέπων, τῶν πραγμάτων Αἰσχύλ. Θήβ. 41· ὦ Ζεῦ κατόπτα Ἀριστοφ. Ἀχ. 435, πρβλ. διόπτης. 2) κατόπτας, ἦτο τὸ ᾆσμα ἄρχοντος ἐν ταῖς Βοιωτικαῖς πόλεσι, πεδὰ τῶν πολεμάρχων καὶ τῶν κατοπτάων Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 11., 1570a, 21, 22.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui observe d’en haut, qui contemple, gén.;
2 éclaireur, espion.
Étymologie: κατόψομαι.

Greek Monolingual

ο (Α κατόπτης)
αυτός που κατοπτεύει, ο παρατηρητής, ο κατάσκοπος
αρχ.
1. εξερευνητής
2. αυτός που επιβλέπει, που διευθύνει («ὦ Ζεῡ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῆ», Αριστοφ.)
3. αυτόπτης («αὐτὸς κατόπτης δ' εἴμ' ἐγὼ τῶν πραγμάτων», Αισχύλ.)
4. στον πληθ. (στις βοιωτικές πόλεις) οἱ κατόπται
οικονομικοί έφοροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -όπτης (< θ. ὀπ- του ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι-όπτης, επ-όπτης].

Greek Monotonic

κατόπτης: -ου, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω),
I. κατάσκοπος, ανιχνευτής, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. επιστάτης, επόπτης, τῶν πραγμάτων, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατόπτης -ου, ὁ [καθοράω] spion. ooggetuige, toeschouwer.