λιποστρατία

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποστρᾰτία Medium diacritics: λιποστρατία Low diacritics: λιποστρατία Capitals: ΛΙΠΟΣΤΡΑΤΙΑ
Transliteration A: lipostratía Transliteration B: lipostratia Transliteration C: lipostratia Beta Code: lipostrati/a

English (LSJ)

ἡ,

   A desertion from the army, refusal to serve, Hdt.5.27, Th.6.76, D.H. 11.22:—also λῐποστρᾰτ-ιον, τό, Th.1.99, Ph.2.132.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποστρᾰτία: ἡ, ἐγκατάλειψις τοῦ στρατοῦ, τὸ τὴν στρατιὰν ἐγκαταλιμπάνειν, Ἡρόδ. 5. 27, Θουκ. 6. 76· ― οὕτω, λιποστράτιον, τό, Θουκ. 1. 99· τοιοῦτοι δὲ τύποι εἶναι σπάνιοι ἐν τῇ ὀνομαστικῇ, πρβλ. λιπομαρτυρίου, λιποναυτίου, λιποταξίου· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désertion miliaire.
Étymologie: λείπω, στρατιά.

Greek Monolingual

η (Α λιποστρατία)
βλ. λιποστράτιος.

Greek Monotonic

λῐποστρᾰτία: ἡ, εγκατάλειψη στρατού, άρνηση να υπηρετήσει κάποιος στο στρατό, σε Ηρόδ., Θουκ.