χεῦμα

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χεῦμα Medium diacritics: χεῦμα Low diacritics: χεύμα Capitals: ΧΕΥΜΑ
Transliteration A: cheûma Transliteration B: cheuma Transliteration C: cheyma Beta Code: xeu=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (χέω)

   A that which is poured, stream, χ. κασσιτέροιο stream of molten tin, Il.23.561; χ. θαλάσσης A.Fr.192.2 (anap.); πόντου E.Fr.316.2, Trag.Adesp.157; ποτάμιον χ. ὑδάτων E.Hel.1304 (lyr.); χ. Ἐρασίνου A.Supp.1020(lyr.), cf. Eu.293; χ. ἀκήρατον pure spring water, S.OC471; even σταθερὸν χ. standing water, A.Fr.276; also ἄνεμός ἐστιν ἠέρος ῥεῦμα καὶ χ. Hp.Flat.3: pl., streams, Σκαμάνδρου Pi.N.9.39, cf. A.Supp.1028 (lyr.), E.Ph.793 (lyr.).    2 generally, χ. νιφετοῖο fall of snow, Nonn.D.3.213, cf. 210.    3 metaph., stream, flow, εὔμουσα χ. AP9.661 (Jul.Aeg.): of language, Longin.13.1.    II pl., cast vessels, bowls, χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα Hdt.1.51, cf. Poll.10.82.

German (Pape)

[Seite 1351] ατος, τό, 1) das Ausgegossene, der Guß; χεῦμα κασσιτέροιο, ein Guß oder Gußarbeit von geschmolzenem Zinn, Il. 23, 561; Fluß, Strom, Fluth, Σκαμάνδρου χεύμασιν Pind. N. 9, 39; auch übtr., κώμων P. 5, 100; Aesch. ποταμοὶ λιπαροῖς χεύμασι γαίας τόδε μειλίσσοντες οὖδας, Suppl. 1008, vgl. 998, u. oft so bei Eur. – 2) das Trankopfer und ein Gefäß zum Trankopfer, sonst χοεύς, Her. 1, 51, vgl. Poll. 6, 84. 10, 82.

Greek (Liddell-Scott)

χεῦμα: τό, (χέω) τὸ χεόμενον, ποιητικ. ὄνομα οὐσιαστ.· δηλ. 1) ῥεῦμα, κασσιτέροιο χ., ῥεῦμα τετηκότος κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· χ. θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· πόντου Εὐρ. Ἀποσπ. 318. 2· ποτάμιον χ. ὑδάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1304· χ. Ἐρασίνου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1020, πρβλ. Εὐρ. 293· χ. ἀκήρατον, διαυγὲς ὕδωρ πηγαῖον, Σοφ. Ο. Κ. 471· ἔτι δὲ καί, σταθερὸν χ., στάσιμον ὕδωρ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274· - συχνάκις ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ῥεύματα, ὕδατα, Σκαμάνδρου Πινδ. Ν. 9. 94, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1030, Εὐρ. Φοιν. 793. 2) καθόλου, χ. νιφετοῖο, πτῶσις χιόνος, Νόνν. Δ. 3. 210, 213· μεταφορ., ῥεῦμα, ῥύσις, ῥοή, εὔμουσα χ. Ἀνθ. Π. 9. 661, πρβλ. Λογγῖν. 13. 1· ἴδε ὑπόχευμα. ΙΙ. ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐγχεῖται ὕδωρ, λεκάνη, χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα Ἡρόδ. 1. 51, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 84, Κ. 82. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χεῦμα προχοὴ» (κῶδ. προχόη).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. ce qui s’épanche, ce qu’on répand, particul.
1 courant (d’un fleuve);
2 libation;
II. p. suite :
1 bord d’un ouvrage en métal fondu;
2 vase pour les libations.
Étymologie: χέω.

English (Autenrieth)

ατος (χέω): that which is poured, casting, Il. 23.561†.

English (Slater)

χεῡμα
   1 stream Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ (N. 9.39) met., μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (P. 5.100)

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
καθετί που χύνεται και ρέει, ρους, ρεύμα (α. «πολλῷ τῷ χεύματι τοῡ νάματος», Ευσ.
β. «ποτάμιον... χεῡμ' ὑδάτων», Ευρ.
γ. «χεῡμα θαλάσσης», Αισχύλ.
δ. «χεῡμα... κασσιτέροιο» — χυμένος κασσίτερος, Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μτφ. α) ροή, ρύσηδένδρον... κρατεροῑς ὑπὸ μύθοις ἄρδομαι εὐμούσοις χεύμασι τηλεθάον», Ανθ. Παλ.)
β) ρέων λόγος («ὁ Πλάτων τοιούτῳ τινὶ χεύματι ἀψοφητὶ ῥέων...», Λογγίν.)
2. αγγείο («χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα», Ηρόδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «χεῡμα
πρόχους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χευ- της απαθούς βαθμίδας του ρ. χέω + κατάλ. -μα (πρβλ. ῥεῦ-μα), βλ. και λ. χέω].

Greek Monotonic

χεῦμα: -ατος, τό (χέω
I. αυτό που χύνεται, ρεύμα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
II. αυτό μέσα στο οποίο χύνεται το νερό, δοχείο, σε Ηρόδ.