κάθαρσις

From LSJ
Revision as of 22:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαρσις Medium diacritics: κάθαρσις Low diacritics: κάθαρσις Capitals: ΚΑΘΑΡΣΙΣ
Transliteration A: kátharsis Transliteration B: katharsis Transliteration C: katharsis Beta Code: ka/qarsis

English (LSJ)

εως, ἡ, Elean κόθαρσις Schwyzer 412,

   A cleansing from guilt or defilement, purification, Hdt.1.35, Pl.Cra.405a, etc.; κάθαρσις . . τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν Id.Phd.67c, cf. Sph.227c (pl.); cleansing of the universe by fire, Zeno and Chrysipp.Stoic.2.184; cleansing of food by or before cooking, Diocl. Fr.138.    2 clarification, φυσικῶν προβλημάτων Epicur.Ep.2p.36U.; καθάρσεως δεῖται needs explanation, Phld.Lib.p.22O.    II Medic., clearing off of morbid humours, etc., evacuation, whether natural or by the use of medicines (cf. Gal.17(2).358), Hp.Aph. 5.36, cf. Acut. (Sp.) 31, etc.; ἰατρικὴ κ. Pl.Lg.628d; καθάρσεις, the menses in women, Hp.Aph.5.60; καθάρσεις καταμηνίων Arist. HA572b29; so κάθαρσις alone, Id.GA775b5; κ. μετὰ τόκον Hp.Aër. 7; ἡ ἐν τοῖς τόκοις κ. Arist.HA574b4; κ. αἵματος αὐτομάτη μοι . . συνέβη D.54.12.    b τραγῳδία . . δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κ. Arist.Po.1449b28, cf. Pol.1341b38.    III pruning of trees, Thphr.CP3.7.12.    IV winnowing of grain, in pl., PTeb.92.10 (ii B.C.); κ. πυροῦ PRyl.71.9 (i B.C.); τοῦ καρποῦ Ph.2.57 (sg.).    V clearing of land, PSI6.577.13 (iii B.C.), PPetr.3p.122 (iii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1282] ἡ, die Reinigung, Sühnung; Her. 1, 35; Plat. Crat. 405 a u. öfter; defin. 415 d heißt es κάθ. ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων; αἱ τῆς ψυχῆς καθάρσεις Soph. 227 a– Bei Hippocr. u. den Aerzten die Reinigung des Körpers durch Arzneimittel und, wie Arist. H. A. 6, 18, die monatliche Reinigung der Frauen.

Greek (Liddell-Scott)

κάθαρσις: -εως, ἡ, (καθαίρω) ὁ ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος καθαρισμός, καθαρμός, ἁγνισμός, Λατ. lustratio, Ἡρόδ. 1. 35, Πλάτ. Κρατ. 405Α, κλ.· παρὰ Πλάτωνι. περὶ τῆς ψυχῆς, κάθαρσις· τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχὴν Φαίδ. 67C,πρβλ. Σοφ. 227C· περὶ τοῦ ἀποτελέσματος ἢ τῆς ἐνεργείας τραγικοῦ ποιήματος, κ. τῶν παθημάτων Ἀριστ. Ποιητ. 6, 2, πρβλ. Πολιτικ. 8. 7, 3, πρβλ. καθαρτικός. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρ., ἀποκάθαρσις ἢ ἀποβολὴ χυμῶν τοῦ σώματος, κένωσις, εἴτε φυσικὴ εἴτε διὰ φαρμάκων, Ἱππ. Ἀφ. 1254, πρβλ. 402. 6, κτλ.· κ. ἰατρικὴ Πλάτ. Νόμ. 628D· καθάρσεις ἔμμηνοι, τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικών, Ἱππ. Ἀφ. 1255· καθάρσεις καταμηνίων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 20· οὕτω καὶ μόνον, κάθαρσις ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 16, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, κ. μετὰ τόκον Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· ἡ ἐν τόκοις κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 20, 5 κ. αἵματος αὐτομάτη μοι.. συνέβη Δημ. 1260. 24. ΙΙΙ. τὸ κλάδευμα δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 12· πρβλ. διακάθαρσις ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
purification :
1 t. de méd. purgation;
2 au mor. soulagement de l’âme par la satisfaction d’un besoin moral;
3 au sens relig. cérémonies de purification auxquelles étaient soumis les candidats à l’initiation.
Étymologie: καθαίρω.

Greek Monotonic

κάθαρσις: -εως, ἡ (καθαίρω), καθαρισμός από ενοχές ή μίασμα, εξιλέωση, Λατ. lustratio, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κάθαρσις: εως (κᾰ) ἡ
1) очищение (αἱ τῆς ψυχῆς καθάρσεις Plat.): κ. ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων (sc. ἐστίν) Plat. очищение есть отделение худшего от лучшего;
2) культ. обряд очищения (ἔστι παραπλησίη ἡ κ. τοῖσι Λυδοῖσι καὶ τοῖσι Ἓλλησι Her.; ἡ σωτηρία διὰ τῆς καθάρσεως Arst.);
3) «катарсис», очищение, возвышение (τῶν παθημάτων, ἰατρεία καὶ κ., sc. τῆς ψυχῆς Arst.);
4) физиол. очищение, выделение (τῶν περιττωμάτων, καταμηνίων Arst.);
5) мед. (гнойное) выделение (φλεγματώδης Arst.);
6) мед. очищение, оздоровление (διὰ φαρμάκων Arst.).