ἔξαστις

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαστις Medium diacritics: ἔξαστις Low diacritics: έξαστις Capitals: ΕΞΑΣΤΙΣ
Transliteration A: éxastis Transliteration B: exastis Transliteration C: eksastis Beta Code: e)/castis

English (LSJ)

ιος, ἡ,

   A selvage of linen or cloth, Hp.Off.11, Heliod. ap. Orib.46.19.2 (pl.): ἔξεστις in Gal.18(2).791.    II fringe, Michel 832.15 (Samos, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 873] ιος, ἡ, auch ἔξεστις (vgl. Lob. Paralipp. p. 441), herausstehende Fäden am Gewebe, um Troddeln zu machen, auch die Fäden, die beim Zerzupfen der Leinwand zu Charpie entstehen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαστις: -ιος, ἡ, τὸ «ξέφτημα» σχισθέντος ὑφάσματος, ἐπὶ ἐπιδέσμων, παρασκευάζειν δὲ ὀθόνια κοῦφα, λεπτά, μαλθακά... μὴ ἔχοντα συρραφὰς μηδ’ ἐξαστίας (γρ. ἐξάστιας) Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· - «ἐξαστίας· ἔνιοι μὲν τὰ ἐπανιστάμενα ἐξ ἄκρων τῶν σχισθέντων ὀθονίων λίνα, καὶ ἀπὸ τῶν ῥακῶν τὰς κρόκας· ἐμοὶ δὲ καὶ τὰ πρὶν σχισθῆναι προὔχοντα τὸν αὐτὸν τρόπον ὀνομάζειν δοκεῖ» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. ἐξήγ. 468, πρβλ. Ἐρωτιαν. 154, ἔνθα ἡ ὀνομ. γράφεται ἐξάστις παροξυτόνως· πρβλ. δίασμα ΙΙ. κροσσός, θύσανος, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 90 ἐν τέλει.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Grafía: acent. ἐξάστις Hp. en Erot.38.3, en Gal.19.98

• Morfología: [plu. ac. -ιας Hp.Off.11]
orillo, reborde, fleco de una vestimenta κιθὼν Λύδιος ἔξαστιν ὑακινθίνην ἔχων IG 12(6).261.13, cf. 16 (Samos IV a.C.), de telas usadas en vendajes ὀθόνια κοῦφα, λεπτὰ ... μὴ ἔχοντα συρραφάς, μηδ' ἐξάστιας Hp.Off.11, cf. Heliod. en Orib.46.19.3, Phot.ε 1118.

• Etimología: Cf. ἄσμα, ἄττομαι.

Greek Monolingual

ἔξαστις και ἔξεστις, η (Α)
1. παρυφή, ούγια
2. κρόσσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι έξαστίς < εξ-αν-στις < εξανίστημι με αποκοπή και απώλεια του έρρινου δεν είναι ικανοποιητική. Πρόκειται πιθ. για όνομα δηλωτικό ενέργειας < εξ-άττομαι (πρβλ. άττομαι «τοποθετώ το στημόνι στον αργαλειό»), με κατάλ. -στις < -τ-τις (πρβλ. πίστις)].