μέρμις

From LSJ
Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέρμῑς Medium diacritics: μέρμις Low diacritics: μέρμις Capitals: ΜΕΡΜΙΣ
Transliteration A: mérmis Transliteration B: mermis Transliteration C: mermis Beta Code: me/rmis

English (LSJ)

ῑθος, ἡ,

   A cord, string, rope, Od.10.23, D.S.3.21 (v.l. μέρμινθα): dat. pl. μερμίθαις from μέρμῑθα, Agatharch.47; μερμῑθος, ὁ, Hsch., Zonar. (Cf. μήρινθος.)

German (Pape)

[Seite 135] ιθος, ἡ, Schnur, Faden, κατέδει μέρμιθι φαεινῇ ἀργυρέῃ, Od. 10, 23; D. Sic. 3, 21, v. l. μέρμινθα, vgl. μήρινθος. Schon von den Alten von εἴρειν abgeleitet, mit vorgeschlagenem μ.

Greek (Liddell-Scott)

μέρμῑς: -ῑθος, ἡ, σπαρτίον, λεπτὸν σχοινίον, «σπάγγος», Ὀδ. Κ. 23· - δοτ. μερμίθαις ἐξ ὀνομαστ. μέρμιθα, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 451. 36· μέρμιθος, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μέρμιθα, Ζωναρ. 1345. (Σχετίζεται πρὸς τὸ μήρινθος· ἡ ῥίζα εἶναι ἀμφίβολος, Κουρτ. Gr. Et. σ. 543).

French (Bailly abrégé)

ιθος (ἡ) :
fil, cordon.
Étymologie: DELG : ?

Greek Monolingual

μέρμις, -ιθος, ἡ (Α)
βλ. μέρμιθα.

Greek Monotonic

μέρμῑς: -ῑθος, ἡ, χορδή, σπάγγος, σκοινί, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

μέρμῑς: ῑθος ἡ нить, веревка, шнур Hom., Diod.