νηλεής

From LSJ
Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλεής Medium diacritics: νηλεής Low diacritics: νηλεής Capitals: ΝΗΛΕΗΣ
Transliteration A: nēleḗs Transliteration B: nēleēs Transliteration C: nileis Beta Code: nhleh/s

English (LSJ)

ές,

   A v. νηλής; cf. ἀνηλεής.

Greek (Liddell-Scott)

νηλεής: -ές, ἴδε νηλής, καὶ πρβλ. ἀνηλεής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 impitoyable;
2 qui n’inspire pas de pitié, qu’on ne pleure pas ; traité sans pitié.
Étymologie: νη-, ἔλεος.

English (Autenrieth)

(νη-, ἔλεος): pitiless, ruthless, relentless; of persons, and often fig., θῦμός, ἦτορ, δεσμός, νηλεὲς ἦμαρ, ‘day of death’; ὕπνος, of a sleep productive of disastrous consequences, Od. 12.372.

Greek Monolingual

νηλεής και νηλής και επικ. τ. νηλειής, -ές (Α)
1. ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος
2. (με παθ. σημ.) αυτός τον οποίο κανείς δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... σῶμα», Σοφ.)
3. φρ. «νηλεὲς ἦμαρ» — η ημέρα του θανάτου.
επίρρ...
νηλεώς και επικ. τ. νηλειώς (Α)
με ανηλεή τρόπο, σκληρά, άσπλαχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλεής είναι σύνθετη < στερ. πρόθημα νη- + -ηλεής (< ἔλεος), πρβλ. αν-ηλεής. Ο τ. νηλής από το νηλεής με συναίρεση, ενώ ο τ. νηλειής με -ει- σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα όπλα, τα δεσμά, την ημέρα του θανάτου και τον ανήσυχο ύπνο. Στις τελευταίες χρήσεις της λ. στηρίχθηκε η άποψη ότι το β' συνθετικό δεν είναι η λ. ἔλεος αλλά το ρ. ἀλέομαι «ξεφεύγω, δραπετεύω». Κατά την ίδια άποψη, θεωρήθηκε ότι και η λ. ἔλεος προέρχεται από νηλεής με αρχική σημ. «αυτό το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει κανείς», που εξελίχθηκε στη σημ. «χωρίς έλεος». Η άποψη όμως αυτή δεν φαίνεται πειστική, καθώς η λ. νηλεής ως επίθ. προσδιοριστικό του χαλκός και της ημέρας του θανάτου εμφανίζεται ήδη στον Όμηρο με τη σημ. «χωρίς έλεος». Το ανθρωπωνύμιο Νηλεύς, τέλος, έχει συνδεθεί μάλλον παρετυμολογικά με το νηλεής, ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή του με το ρ. νέομαι].

Greek Monotonic

νηλεής: -ές, βλ. νηλής.

Russian (Dvoretsky)

νηλεής: эп. νηλειής, стяж. νηλής 2 ἔλεος
1) безжалостный, жестокий (ἦτορ, δεσμός, θυμός, ἦμαρ Hom.);
2) не вызывающий страдания, безжалостно брошенный (σῶμα Soph.).