πηκτίς
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
Dor. πᾱκτίς, ίδος, Aeol. πᾶκτις, ιδος, ἡ,
A stringed instrument used by the Lydians, Sapph.122, Alc.Supp.5.5, Pi.Fr.125, Hdt. 1.17, S.Frr.241 (pl.), 412, Telest.5.4 (pl.), Sopat.11; played with finger (not πλῆκτρον), Aristox.Fr.Hist.66 : pl., Ar.Th.1217, Pl.R.399c, Arist.Pol.1341a40, Anaxil.15; said to have been introduced (from Lydia) by Sappho, Menaechm.5; later, = λύρα, Luc.DMar.1.4. 2 shepherd's pipe, Pan's pipes, APl.4.244 (Agath.); ἐπὶ χείλεσι σύρων π. AP9.586 (Cometas), cf. Procop.Gaz.p.137 B. 3 cage or net for catching birds, in pl., Dionys.Av.3.1, Sch.Ar.Av.528. II carvingknife, Suid.
German (Pape)
[Seite 609] ἡ (eigent. adj. fem. zu πηκτός, verdickt, geronnen, gefroren), ein altes, bes. den Lydern eignes, harfenähnliches Tonwerkzeug mit 20 Saiten, auch μάγαδις genannt; Her. 1, 17; Plat. Rep. III, 399 c; Ath. XIV, 635 e, Soph. fr. 227. 361 citirt; im plur., Ar. Thesm. 1217; κατὰ πηκτίδων ἀθύρειν, Anacr. 41, 10. Nach Ath. a. a. O. hatte schon Terpander bei lydischen Gastmählern sie gehört u. Sappho zuerst unter den Griechen davon Anwendung gemacht. Unter ausländischen Instrumenten zählt sie auf Aristoxen. bei Ath. IV, 182 f, der auch an der ersteren Stelle bemerkt, daß sie ohne Plektrum mit den Fingern gespielt wurde. – Es bedeutet auch eine aus mehreren Röhren zusammengesetzte Flöte, σῦριγξ, Agath. 45 (Plan. 244). – Nach den VLL. auch ein Messer, und das Lab, welches die Milch gerinnen macht.
Greek (Liddell-Scott)
πηκτίς: Αἰολ. καὶ Δωρ. πακτίς, -ίδος, ἡ, ἀρχαῖον τι εἶδος ἅρπης, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Λυδοῖς καὶ διαφέρουσα ὀλίγον ἂν μὴ οὐδόλως τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου μάγαδις, Σαπφὼ 122, Ἡρόδ. 1. 17, Πινδ. Ἀποσπ. 227, 361 καὶ ἄλλοι μνημονευόμενοι παρ’ Ἀθην. 183Β κἑξ., 626Α, 635Β κἑξ.· πληθ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1217· λέγεται ὅτι ταύτην εἰσήγαγεν (ἐκ Λυδίας) ἡ Σαπφώ, Ἀθήν. 635Ε, πρβλ. Ἀριστόξ. αὐτόθι 182F· ― ἡ λέξις ἦτο ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ λύρα, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4· ὁ Σοφοκλ. ἐν Ἀποσπ. 228, ἔχει πηκταὶ λύραι. 2) εἶδος αὐλοῦ ποιμενικοῦ ἐκ πολλῶν συμπεπηγότος καλαμίων, ὡς ἡ τοῦ Πανὸς σῦριγξ, Ἀνθ. Πλαν. 244· σύρειν π. ἐπὶ χείλεσιν Ἀνθ. Π. 586. 3) κλωβίον ἢ δίκτυον πτηνῶν, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 7. ΙΙ. παρὰ τῷ Σουΐδ.: «μάχαιρα κρεωκόπος».
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
propr. objet formé par assemblage ; particul.
1 harpe;
2 lyre.
Étymologie: πήγνυμι.
Greek Monolingual
-ίδος, ή, και δωρ. τ. πακτίς και αιολ. τ. πᾱκτις, -ιδος, ΜΑ
1. λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με είκοσι χορδές, που έμοιαζε με άρπα
2. λύρα
3. ποιμενικός αυλός με πολλά ενωμένα καλάμια
4. κλουβί ή δίχτυ για να πιάνουν και να κρατούν μέσα πουλιά
5. (κατά το λεξ. Σούδα) «μάχαιρα, κρεοκόπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + επίθημα -(τ)ίς (πρβλ. τρωκτίς)].
Greek Monotonic
πηκτίς: Αιολ. και Δωρ. πακτίς, -ίδος, ἡ,
I. αρχαία άρπα που χρησιμοποιήθηκε από τους Λυδούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. είδος ποιμενικού αυλού, από πολλά καλάμια ενωμένα μαζί, όπως ο αυλός του Πάνα (σῦριγξ), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πηκτίς: дор. πακτίς, ίδος (ῐδ) ἠ (тж. μάγαδις)
1) пектида (лидийская двадцатиструнная арфа) Her., Sappho, Theocr., Arph.;
2) лира Luc.;
3) многоствольная цевница (πηκτίδα ἐπὶ χείλεσι σύρειν Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηκτίς -ίδος, ἡ, Dor. πακτίς, Aeol. πάκτις [~ πήγνυμι] harp (Lydisch snaarinstrument).