κιννάμωμον
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
τό, = Hebr.
A [kudot ]innamon, a superior kind of cassia, Cinnamomum Cassia, Hdt.3.111, Thphr.HP9.5.1, PSI6.628 (iii B.C.), OGI 214.59 (Didyma, iii B.C.), etc.: κῐνάμωμον, D.P.945 (pl.), also in codd. of D.S.1.91, v.l. in Hdt.l.c.; cf. κίνναμον. II name of a fabulous Indian bird, said to make its nest of twigs of κιννάμωμον (cf. κινναμολόγος), Arist.HA616a6, Antig.Mir.43, Ael.NA2.34.
German (Pape)
[Seite 1441] τό, auch κινάμωμον, D. Per. 945, u. κίναμον, s. oben, Zimmt, die würzige Rinde des Zimmtstrauches, der auch selbst so heißt; Theophr., Diosc. u. a. Sp. Nach Her. 3, 111 ein Fremdwort, das er selbst durch κάρφη, »dünne, dürre Reiser« übersetzt.
Greek (Liddell-Scott)
κιννάμωμον: τό, ἡ «κανέλλα», Ἡρόδ. 3. 111, ὅστις λέγει ὅτι οἱ Ἕλληνες παρέλαβον τὸ ὄνομα τοῦτο παρὰ τῶν Φοινίκων· τοῦτο δὲ βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἐβραϊκοῦ ὀνόματος·kinnâmôn· (οὕτω καὶ ἄλλων ἀρωμάτων τὰ ὀνόματα εἶναι Σημιτικά, ὡς κασία = τῷ Ἑβρ. quštzîâh· λιβανωτός = levônâh· μύρρα = môrâh, môr· λήδανον = lôth, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 112, ἔνθα λέγει ὅτι τὸ λάδανον εἶναι λέξις Ἀραβική). Τὸ κιννάμωμον ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ τῶν Ἀράβων, εἶναι δὲ τὸ laurus cinnamomum, τῆς Κεϋλάνης· ― κασία, ὁ φλοιὸς τῆς laurus cassia τῆς Μαλαβάρης εἶναι πρᾶγμα κατώτερον καὶ πολλῷ διάφορον. Γράφεται κινάμωμον, χάριν τοῦ μέτρου ἐν Διον. Π. 945 (εὕρηται ὡσαύτως ὁ τύπος οὗτος ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Διοδ. 1. 91, Ἀρρ. Ἰνδ. 32, Ἀν. 20, 2), κίναμον, Νικ. Θηρ. 947. ΙΙ. τὸ κ. ὄρνεον, τὸ αὐτὸ καὶ κινναμολόγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5, Ἀντίγ. Καρ. 49.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cinname ou cannelier, arbre.
Étymologie: mot phénicien selon HDT ; DELG cf. hébr. qinnamon.
Spanish
Greek Monotonic
κιννάμωμον: τό, κανέλλα, γλωσσικό δάνειο από τους Φοίνικες, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κιννάμωμον: τό1) корица Her., Arst., NT, Diod., Plut.;
2) киннамом (индийская птица, строящая гнездо из веточек корицы) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιννάμωμον -ου, τό kaneel (specerij).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: usually taken as caudle; acc. to Hennig Klio 32, 325ff. a diff. sweet-smelling substance (Hdt., Thphr.).
Other forms: rarely -ν-, also κίνναμον (Plin.), -ν- (Nic. Th. 947),
Compounds: as 1. member in κινναμωμο-φόρος (γῆ, Str.), κινναμο-λόγος m. name of a mythical bird (Plin.), also called κιννάμωμον (Arist.); s. Thompson Birds s. v.
Derivatives: κινναμωμίς f. a lower kind of cinnamon (Gal.), κινναμώμινος prepared of (with) cinnamon (Antiph.), -μίζω be similar to cinnamon (Dsc. 5, 121).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Phoen.
Etymology: From Phoenician (Hdt. 3, 111); cf. Hebr. qinnāmōn id.; ending after the spice-plant ἄμωμον or folketymologically after ἄμωμος blameless. Lewy Fremdw. 37, Schrader-Nehring Reallex. 2, 695f.