μητρυιά
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
Dor. ματρ-, ᾶς, Ion. μητρυιή, ῆς, ἡ, Aeol. ματροία IG 12(2).257.6 (Lesbos):—
A stepmother, Il. 13.697, Pi.P.4.162, E.Alc.305, Pl.Lg.930b, etc. 2 metaph., from the proverbial unkindness of stepmothers, Is. 12.5; ἐδικαίευ εἶναι καὶ τῷ ἔργῳ μ., i. e. not only in name, but in reality, Hdt.4.154; ἀλλότε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἀλλότε μήτηρ, of unlucky and lucky days, Hes.Op.825; μ. νεῶν, of a dangerous coast, A.Pr.727; τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ' ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας (sc. τῆς Ἀττικῆς) Pl.μχ. 237b, cf. Plu.2.201e. (Cf. Arm. mauru 'stepmother', OE. módrie 'mother's sister'.)
German (Pape)
[Seite 180] ἡ, ion. u. ep. μητρυιή, die Stiefmutter, Hom. Il. 5, 70 u. öfter, u. Folgde; Pind. P. 4, 162 in dor. Form ματρυιά; Aesch. Prom. 729; Eur. oft; Her. 4, 154; Plat. Legg. II, 672 e u. A.
Greek (Liddell-Scott)
μητρυιά: Δωρ. -ματρ-, ᾶς, Ἰων. μητρυιή, ῆς, ἡ˙ - ὡς καὶ νῦν, Ἰλ., κτλ.˙ ἡ κακία καὶ σκληρότης τῶν μητρυιῶν ἦτο παροιμιώδης (πρβλ. τὸ Λατ. injusta noverca), ἐδικαίευ εἶναι καὶ τῷ ἔργῳ μ., δηλ. οὐ μόνον λόγῳ ἀλλὰ καὶ πράγματι, Ἡρόδ. 4. 154˙ ὡσαύτως, ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ, ἐπὶ ἀτυχῶν καὶ τυχηρῶν ἡμερῶν, «ἐπειδὴ ἡ μήτηρ ἤπιος, ἡ δὲ μητρυιὰ κακή, εἶπεν, αἱ μὲν τῶν ἡμερῶν εἰσι μητέρες, ὡς ἂν ἀγαθαί, αἱ δὲ μητρυιαί, ὡς ἂν κακαὶ» (Σχόλ. Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 823˙ φεύγετε μητρυιῆς καὶ τάφον οἱ πρόγονοι Ἀνθ. Π. 9. 67˙ μητρυιαὶ προγόνοισιν ἀεὶ κακὸν αὐτόθι 68˙ - μεταφορ., μ. νεῶν, ἐπὶ κινδυνώδους ἀκτῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 727˙ οὕτω περὶ τῶν κατοίκων τῆς Ἀττικῆς ὡς γεννηθέντων ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀττ. γῆς λέγεται: τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ’ ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας Πλάτ. Μενέξ. 237Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 201Β, Velleius Paterculus (Λατ. Ἱστορικ.) 2. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
ion. –ή, ῆς (ἡ) :
belle-mère, marâtre.
Étymologie: μήτηρ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μητρυιά: Δωρ. μᾱτρ-, -ᾶς, Ιων. μητρυιή, -ῆς, ἡ, μητριά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· η σκληρότητα των μητριών ήταν παροιμιώδης (πρβλ. Λατ. injusta noverca), από όπου, μεταφ., μητρυιὰ νεῶν, λέγεται για επικίνδυνη ακτή, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μητρυιά: эп.-ион. μητρυιή, дор. μᾱτρυιά ἡ мачеха Hom., Hes., Her. etc.