καρπίζω
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
(A), (καρπός A)
A enjoy the fruits of, IG12(5).243 (Paros):— elsewh. always in Med., κ. γῆν Theopomp.Hist.217b; κλῆρον PFrankf.7.7 (iii B.C.), cf. Hyp.Fr.119, LXXJo.5.12, IG5(2).419.14 (Phigalea, iii B.C.), ib.7.413.28, al. (Oropus, i B.C.), etc.; Χρόνον Epicur.Ep.3p.61U.; but also, exhaust the soil, καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρός Thphr.HP8.9.1, cf. CP4.8.1: metaph., δόξαν ἐσθλήν E.Hipp.432; κῦδος ἐκαρπίσατο Epigr.Gr.516.4 (Aegae), cf. Supp.Epigr.3.781 (Gortyn); exploit, BGU1571 (i A.D.); βέλτιον ἐμὲ (sc. τὴν σοφίαν) καρπίζεσθαι ὑπὲρ Χρυσίον LXXPr.8.19. II make fruitful, fertilize, E.Ba.408 (lyr.), Hel.1328 (lyr.).
καρπ-ίζω (B), (
A κάρφος 11) enfranchise a slave by touching him with the rod, καρπίζομαι ἐπὶ ἐλευθερίᾳ, = Lat. adseror, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1328] 1) die Frucht abnehmen, einsammeln, ernten, Diosc. Gew. med., wie B. A. 104, 5 bemerkt wird καρπίσασθαι ἀντὶ τοῦ καρπώσασθαι; γῆν Theopomp. bei Ath. VI, 261 a, was auch »die Erde aussaugen« bedeutet, Theophr. – 2) Eur. Bacch. 406 Πάφον θ' ἃν βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, befruchten; vgl. Hel. 1344. – S. καρπισμός.
Greek (Liddell-Scott)
καρπίζω: (Α), συλλέγω τὸν καρπόν, ἢ ἁπλῶς συλλέγω τι, «καρπίζουσι δὲ αὐτὴν (δηλ. τὴν δίκταμον) ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ» Διοσκ. 3. 37. ΙΙ. Μέσ., καρπίζομαι = καρποῦμαι, καρπίζεσθαι γῆν Θεόπομπ. παρ᾽ Ἀθην. 261Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2561β (προσθῆκαι), 2737β· ἀλλ᾽ ὡσαύτως, ἐξαντλῶ, καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρὸς εἶτα κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1· μεταφ., κῦδος ἐκαρπίζετο Συλλ. Ἐπιγρ. 1998. ΙΙΙ. καθιστῶ τι καρποφόρον, γονιμοποιῶ, Εὐρ. Βάκχ. 406, Ἑλ. 1228.
French (Bailly abrégé)
recueillir les fruits, récolter.
Étymologie: καρπός.
Greek Monolingual
(I)
(Α καρπίζω) [[[καρπός]] (Ι)]
μέσ. καρπίζομαι
(σχετικά με φήμη, δόξα, κύρος) αποκτώ, έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῑς καρπίζεται», Ευρ.)
νεοελλ.
1. παράγω ή σχηματίζω καρπό, καρποφορώ
2. φέρω αποτέλεσμα
3. κάνω κάτι να καρποφορήσει
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) συλλέγω τον καρπό («καρπίζουσι δὲ αὐτήν ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ», Διοσκ.)
2. κάνω γόνιμη τη γη («βαρβάρου ποταμοῡ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβρον», Ευρ.).———————— (II)
καρπίζω (Α) [[[καρπός]] (ΙΙ)]
απελευθερώνω δούλο αγγίζοντας τον με το κάρφος, με το ραβδί.
Greek Monotonic
καρπίζω: μέλ. -σω (καρπός), κάνω κάτι να καρπίσει, το κάνω γόνιμο, λιπαίνω το έδαφος καθιστώντας το εύφορο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καρπίζω: досл. оплодотворять, перен. орошать, утучнять (ἄχλοα πεδία Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρπίζω [καρπός] vruchtbaar maken; overdr. med. oogsten, de vruchten plukken van, met acc.: δόξαν κ. roem oogsten Eur. Hipp. 432.