βλάστημα

From LSJ
Revision as of 17:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστί → without health life is no-life, without health life is unlivable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλάστημα Medium diacritics: βλάστημα Low diacritics: βλάστημα Capitals: ΒΛΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: blástēma Transliteration B: blastēma Transliteration C: vlastima Beta Code: bla/sthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = βλάστη 1, κισσίνοις β. E.Ba. 177, cf. Isoc. 1.52, Thphr.HP1.1.9, PLond.1.131rix 191 (i A. D.).    II metaph., offspring, offshoot, μητρὸς β. A. Th.533; πέκνων γλυκερὸν β. E.Med.1099 (lyr.), cf.IG12(7).496.3 (Amorgos), etc.; also of animals, E.Cyc.206; ὦ χρυσὲ β. χθονός Trag.Adesp.129.1: also in late Prose, Jul. Or.7.232d.    III excrescence, Hp.Hum.1; eruption on the skin, Aret.CD1.2.

German (Pape)

[Seite 447] τό, Keim, Sproß, Eur. Bacch. 177; Theophr.; von Menschen, Aesch. Spt. 515; Eur. Med. 1099 u. öfter; auch sp. D.; Ep. ad. 690 (VII, 343); von Thieren, Eur. Cycl. 206. – Bei Medic. = ἐξάνθημα.

Greek (Liddell-Scott)

βλάστημα: τό, = βλάστη Ι., κισσίνοις βλ. Εὐρ. Βάκχ. 177, πρβλ. Ἰσοκρ. 13Β, Θεόφρ. Ι. Φ. 1. 1, 9.
ΙΙ. μεταφ., γέννημα, τέκνον, μητρὸς βλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 533· τέκνων γλυκερὸν βλ. Εὐρ. Μηδ. 1099, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. Κύκλ. 206. ΙΙΙ. ἐξάνθημα τοῦ δέρματος, Ἀρεταῖος.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
rejeton, enfant.
Étymologie: βλαστάνω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1brote, retoño, vástago de vegetales κισσίνοις βλαστήμασιν E.Ba.177, cf. Isoc.1.52, Thphr.HP 1.1.9, SB 9699.192 (I d.C.), D.Chr.36.59, β. κέδρων LXX Si.50.12, cf. Gal.5.526.
2 vástago, criatura, prole de pers. y anim. μητρὸς ... β. A.Th.533, τέκνων γλυκερόν E.Med.1099, γῆς βλαστήματα de los gigantes, E.HF 178, metáf. de otros seres τῆσδε τῆς γῆς β. Aristid.Or.30.7, β. χθονός del oro Trag.Adesp.129.1, cf. IG 12(7).496.3 (Amorgos II/III d.C.), Iul.Or.7.232d
fig. γυνὴ ... οὐδὲ ἔτικτεν βλαστήματα σωφροσύνης la mujer (no fue madre de virtudes) ni parió hijos de la prudencia Amph.Or.8.93
de anim. cría νεόγονα βλαστήματα E.Cyc.206.
3 fig. ser, creación natural τὰ δὲ εἴδεα οὐ νομοθετήματα ἀλλὰ βλαστήματα Hp.de Arte 2.
II medic. erupción ἕλκος ἢ β. Hp.Hum.1, cf. Aret.CD 1.2, Paul.Aeg.3.3.6.

Greek Monolingual

το (AM βλάστημα) βλαστάνω
γόνος, παιδί
μσν.- νεοελλ.
κάθε τι που φυτρώνει
αρχ.
1. ο βλαστός
2. εξάνθημα του δέρματος.

Greek Monotonic

βλάστημα: -ατος, τό,
I. = βλάστη, σε Ευρ.
II. μεταφ., απόγονος, τέκνο, παρακλάδι, σε Αισχύλ., Ευρ.
III. ερεθισμός του δέρματος, εξάνθημα.

Russian (Dvoretsky)

βλάστημα: ατος τό Aesch., Eur., Plat., Plut., Anth. = βλάστη 1 и 2.