θεσμοφόριον
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
τό,
A temple of Demeter Θεσμοφόρος, Ar.Th.278, 880, IG2.1059.12; at Delos, ib.11(2).159A17 (iii B.C.):— also θεσμο-εῖον Theon Prog.5:
θεσμο-φόριον μέτρον, a form of dactylic metre, Mar.Vict.6.145 K.:
German (Pape)
[Seite 1203] τό, Tempel der Demeter θεσμοφόρος, Ar. Th. 278. 880; auch θεσμοφορεῖον, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοφόριον: τό, ὁ ναὸς τῆς Δήμητρος Θεσμοφόρου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 278, 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 103· - ὡσαύτως -εῖον, Θέων ἐν Walz Ρήτ. 1. 204. ΙΙ. θεσμοφόριον μέτρον Mar. Victor. ἐν Λατ. Γραμμ., ἔκδ. Keil, τ. VI. σ. 149. 19.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sanctuaire de Déméter législatrice.
Étymologie: θεσμοφόρος.
Greek Monotonic
θεσμοφόριον: τό, ο ναός της θεσμοφόρου Δήμητρας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θεσμοφόριον: τό тесмофории (храм Деметры-Законодательницы) Arph.