καθαιμάσσω
English (LSJ)
A make bloody, sprinkle or stain with blood, τινα A.Eu.450; χρόα, δέρην, E.Hec.1126, Or.1527; σκήπτρῳ κ. κάρα Id.Andr.588; τὴν γλῶτταν Pl.Phdr.254e.
German (Pape)
[Seite 1279] mit Blut besudeln; Aesch. Eum. 450; σκήπτρῳ σὸν καθαιμάξω κάρα Eur. Andr. 588; τὰς γνάθους καθῄμαξε Plat. Phaedr. 254 e.
Greek (Liddell-Scott)
καθαιμάσσω: μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, ῥαντίζω ἢ κηλιδώνω μὲ αἷμα, «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· χρόα, δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. κάρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε.
French (Bailly abrégé)
ao. καθῄμαξα;
ensanglanter.
Étymologie: κατά, αἱμάσσω.
Greek Monolingual
(Α καθαιμάσσω)
καθιστώ αιματηρό, ματώνω, κηλιδώνω με αίμα, ραντίζω ή βάφω κάτι με αίμα («καθαιμάσσειν γλῶτταν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἱμάσσω «ματώνω»].
Greek Monotonic
καθαιμάσσω: μέλ. -ξω, καταματώνω, ραντίζω ή κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαιμάσσω: (aor. καθῄμαξα)
1) обагрять кровью Aesch.: τήβεννος καθῃμαγμένη Plut. окровавленная тога;
2) разбивать в кровь (σκήπτρῳ κάρα τινός Eur.);
3) ранить до крови, окровавливать (τὰς γνάθους Plat.; χρόα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-αιμάσσω met bloed bevlekken, tot bloedens toe verwonden:. τὰς γνάθους καθῄμαξεν hij bracht het bloed op zijn kaken Plat. Phaedr. 254e; σκήπτρῳ δὲ τῷδε σὸν καθαιμάξω κάρα met deze staf zal ik jouw hoofd tot bloedens toe slaan Eur. Andr. 588.