προπάσχω
English (LSJ)
A suffer first or beforehand, Hdt.7.11, Th.3.82, etc.; τι S.OC230 (lyr.), Antipho 2.1.5, Pl.R.376a; to be ill-treated before, ὑφ' ἡμῶν Th.3.67; π. οὐδὲν ἀγαθόν X.Mem.2.2.5: generally, to be previously affected or modified, Plu.2.725a, Plot.4.5.2.
German (Pape)
[Seite 739] (s. πάσχω), vor, vorher, voraus leiden; Soph. O. C. 229; Her. 7. 11; ὑπό τινος, Thuc. 3, 67. 82; οὐδὲν κακὸν προπεπονθώς, Plat. Rep. II, 376 a.
Greek (Liddell-Scott)
προπάσχω: πάσχω πρῶτος ἢ πρότερον, Ἡρ. 7. 11, Θουκ. 3· 82, κτλ.· τι Σοφ. Ο. Κ. 230, Ἀντιφῶν 126, 4, Πλάτ. Πολ. 376Α· παρηνόμησαν [παρενόμησάν] τε οὐ προσπαθόντες ὑφ’ ἡμῶν, οὐ παθόντες ὑφ’ ἡμῶν κακόν τι πρότερον, Θουκ. 3. 67· ― ἀγαθὸν πρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προέπαθον, pf. προπέπονθα;
1 souffrir auparavant ou le premier, acc. : προπάσχειν ὑπό τινος être maltraité auparavant par qqn;
2 en b. part éprouver le premier ou auparavant, acc..
Étymologie: πρό, πάσχω.
English (Strong)
from πρό and πάσχω; to undergo hardship previously: suffer before.
English (Thayer)
(προπάτωρ) προπατορος, ὁ (πατήρ), a forefather, founder of a family or nation: L T Tr WH. (Pindar, Herodotus, Sophocles, Euripides, Plato, Dio Cassius, 44,37; Lucian, others; Plutarch, consol. ad Apoll. c 10; Josephus, Antiquities 4,2, 4; b. j. 5,9, 4; Ev. Nicod. 21. 24. 25f; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
Α
1. υφίσταμαι κάτι πρώτος, πριν από κάποιον άλλο ή προηγουμένως (α. «οὐδὲν δὲ κακὸν προπεπονθώς», Πλάτ.
β. «παρενόμησάν τε οὐ προπεπονθότες ὑφ' ἡμῶν», Θουκ.)
2. ταλαιπωρούμαι, δεινοπαθώ προηγουμένως, («προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες... ἐν Φιλίπποις», ΚΔ)
3. είμαι από πρὶν φτειαγμένος...
Greek Monotonic
προπάσχω: υποφέρω πρώτος ή από πριν, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· υφίσταμαι άσχημη μεταχείριση από πριν, ὑπό τινος, σε Θουκ.· επίσης, ἀγαθὸν προπάσχω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προπάσχω: (aor. 2 προέπαθον, pf. προπέπονθα)
1) раньше терпеть Soph., Plat.: καλὸν ὦν προπεπονθότας ἡμέας τιμωρέειν ἤδη γίνεται Her. справедливо, чтобы мы уже отплатили за те обиды, которые мы ранее претерпели (от эллинов);
2) ранее испытывать (ἀγαθόν Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-πάσχω vooraf ondervinden: met acc..; π. οὐδὲν ἀγαθόν tevoren niets goeds ondervinden Xen. Mem. 2.2.5; abs.. καλόν... προπεπονθότας ἡμέας τιμωρέειν ἤδη γίνεται het is eervol dat wij nu wraak nemen omdat wij eerder het onderspit gedolven hebben Hdt. 7.11.4.