ὑπερείπω
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
A undermine, subvert, metaph., Plu.2.71b:—Pass., Id.Ant.82. II Pass., to be unable to stand, totter, of limbs, fail, Id.Pomp.74; so in aor. 2 ὑπήρῐπον, Il.23.691.
German (Pape)
[Seite 1194] (s. ἐρείπω), niederwerfen, umstürzen, eigtl. indem man die Stütze darunter wegzieht; ὑπερειπομένην καὶ περιπίπτουσαν Plut. Pomp. 74, vgl. Ant. 83. – Im aor. II. intrans., niederstürzen, niedersinken, αὐτοῦ γὰρ ὑπήριπε φαίδιμα γυῖα, Il. 23, 691.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερείπω: ὑποσκάπτω καὶ ἀνατρέπω, Πλούτ. 2. 71Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb. - Παθ., ἀνατρέπομαι, ἀναποδογυρίζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 74, ἐν Ἀντων. 82. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄ ὑπήρῐπε. «κατηνέχθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 691.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερείψω, ao.2 ὑπήριπον, etc.
1 tr. miner ou saper en dessous ; Pass. être miné, s’écrouler;
2 intr. à l’ao.2 s’affaisser, s’écrouler.
Étymologie: ὑπό, ἐρείπω.
English (Autenrieth)
only aor. 2 ὑπήριπε, sank under him, Il. 23.691†.
Greek Monolingual
Α
1. υποσκάπτω
2. (αμτβ.) πέφτω, σωριάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρείπω «κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω»].
Greek Monotonic
ὑπερείπω:I. υπονομεύω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω — Παθ., σε Πλούτ.
II. αμτβ., σε αόρ. βʹ ὑπήρῐπον, κατρακυλώ, σωριάζομαι, καταρρέω, πέφτω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερείπω: 1) рушиться, падать: ὑπήριπε γυῖα Hom. рухнул всем телом (побежденный Эвриал);
2) рушить, сокрушать, валить: ὑπερειπομένη καὶ περιπίπτουσα Plut. падающая в обморок (Корнелия).