ναύσταθμον

From LSJ
Revision as of 00:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύσταθμον Medium diacritics: ναύσταθμον Low diacritics: ναύσταθμον Capitals: ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΝ
Transliteration A: naústathmon Transliteration B: naustathmon Transliteration C: naystathmon Beta Code: nau/staqmon

English (LSJ)

τό, (σταθμός)

   A harbour, anchorage, roadstead, Th.3.6, E.Rh.602 (pl.):—more freq. ναύ-σταθμος, ὁ, Plb.5.19.6, D.S.27.12, Plu. Nic.16, etc.; hence of ships assembled in a roadstead, Id.Arist.22, Lys.5.

German (Pape)

[Seite 232] τό, ein Ort, wo Schiffe stehen, vor Anker gehen können, Ankerbucht; Eur. Rhes. 136 u. öfter; Thuc. 3, 6; Sp., Pol. 5, 19, 6 Plut. Pomp. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ναύσταθμον: τό, (σταθμὸς) λιμήν, ἀγκυροβολία, σταθμὸς πλοίων, Λατ. statio navium. Θουκ. 3. 6· ὡσαύτως ναύσταθμος, ὁ, Πολύβ. 5. 19, 6, Πλουτ. Νικ. 16, κτλ. (ἐντεῦθεν, ἐπὶ πλοίων συνηγμένων ἐντὸς λιμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστ. 22)· ― ἡ λέξις συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ρήσ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀλλὰ πλὴν τῶν 244, 602, ἔνθα ὑπάρχει ναύσταθμα, τὸ γένος εἶναι ἄδηλον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
port, mouillage.
Étymologie: ναῦς, σταθμός.

Greek Monolingual

ναύσταθμον, τὸ (Α)
βλ. ναύσταθμος.

Greek Monotonic

ναύσταθμον: τό (σταθμός), λιμάνι, αγκυροβόλι, όρμος, σταθμός πλοίων, αραξοβόλι, Λατ. statio navium, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ναύσταθμον: τό якорная стоянка, рейд Thuc., Eur., Plut.