πλήμνη

From LSJ
Revision as of 06:00, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήμνη Medium diacritics: πλήμνη Low diacritics: πλήμνη Capitals: ΠΛΗΜΝΗ
Transliteration A: plḗmnē Transliteration B: plēmnē Transliteration C: plimni Beta Code: plh/mnh

English (LSJ)

ἡ,

   A nave of a wheel, Il.5.726, 23.339, Hes.Sc.309, Hp.Fract. 13; ἄξονος ἐν πλήμνησι A.R.1.757. (Perh. from πλήθω, the filled up or solid part of the wheel.)

German (Pape)

[Seite 633] ἡ (von πλήθω, eigentlich das, was ausgefüllt wird), die Nabe des Rades, worin die Wagenachse läuft; Il. 5, 726. 23, 339; Hes. Sc. 309; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 757; sonst χοινικίς.

Greek (Liddell-Scott)

πλήμνη: ἡ, χοινικὶς τροχοῦ εἰς ἣν εἰσέρχεται ή ἄκρα τοῦ ἄξονος, «κεφαλάρι», πρβλ. χνόη, Ἰλ. Ε. 726, Ψ. 339, Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 309, Ἱππ. Ἀγμ. 760· ἄξονος ἐν πλήμνῃσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 757. (Ἴσως ἐκ τοῦ πήλθω, ἐπειδὴ εἶναι τὸ πεπληρωμένον ἢ στερεὸν μέρος τοῦ τροχοῦ).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
moyeu ; αἱ πλῆμναι les trous du moyeu où s’ajustent les rayons de la roue.
Étymologie: DELG πίμπλημι.

English (Autenrieth)

(πλήθω): hub or nave of a wheel. (Il.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (αυτοκ.) το κέντρο του τροχού, από το οποίο περνά ο άξονας και πάνω στο οποίο στηρίζεται το σώτρο, η ζάντα, ή οι ακτίνες, κν. ταμπούρο
2. ναυτ. ορειχάλκινος ή δερμάτινος δακτύλιος ο οποίος προσαρμόζεται στο τρήμα μιας τροχαλίας για να τήν προστατεύει από τη φθορά λόγω τριβής
3. η κεφαλή του τροχού, στο κέντρο του, στην οποία στερεώνονται οι ακτίνες και διά μέσου της οποίας διέρχεται ο άξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. ο οποίος, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- του πίμ-πλη-μι + επίθημα -μν-η (πρβλ. βέλε-μν-ον, κρήδε-μν-ον). Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι το κέντρο του τροχού είναι το πλέον συμπαγές και στερεό τμήμα του].

Greek Monotonic

πλήμνη: ἡ, ομφαλός τροχού, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. (πιθ. από το πλήθω, τρύπα του τροχού όπου σφηνώνεται ο άξονας).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήμνη -ης, ἡ [~ πίμπλημι?] naaf.

Russian (Dvoretsky)

πλήμνη: ἡ ступица колеса Hom., Hes.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: nave, drum (Il., Hes. Sc., Hp., A. R.).
Compounds: πλημνό-δετον n. hoop, with which the spokes are attached to the nave (Poll.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Since Pictet (s. Curtius 277) as "the fullness of the wheel" connected with πίμπλημι; thus already H. explaining: ἀπὸ τοῦ πληροῦσθαι ὑπὸ τοῦ ἄξονος. Morpholog. plausible (Schwyzer 524; also Brugmann Grundr.2 II: 1, 244), the etymology may be right, but a better argumentation is desirable. Doubts in Chantraine Form. 215. -- Waanders Mykenaika 1992, 594 derives the word from *kʷel- turn, assuming *kʷl̥h₁-mneh₂ part that)turns about the exle.