Ξάνθος

From LSJ
Revision as of 00:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source

English (Autenrieth)

Xanthus.—(1) son of Phaenops, a Trojan, slain by Diomed, Il. 5.152.—(2) name of one of the horses of Achilles (see ξανθός), Il. 16.149.—(3) name of one of Hector's horses, Il. 8.185. —(4) another name of the river Scamander, and, personified, the rivergod, Il. 20.40, , Il. 21.146.—(5) a river in Lycia, flowing from Mt. Taurus into the Mediterranean, Il. 2.877.

English (Slater)

Ξάνθος a river in Asia Minor, at whose mouth was the city of Patara, site of an oracle of Apollo, cf. (P. 1.39), Λύκιε Φοῖβε. ὣς ἦρα θεὸς σάφα εἴπαις λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ Ἀμαζόνας εὐίππους καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων (sc. Ἀπόλλων: Boeckh refers to the Trojan Xanthos) (O. 8.47)

Greek Monolingual

Ξάνθος, ὁ (Α)
1. ονομασία ποταμού της Τροίας, αλλ. Σκάμανδρος («ὅν Ξάνθον καλέουσι θεοί, ἄνδρες δὲ Σκάμανδρον», Ομ. Ιλ.)
2. ο ένας από τους δύο αθάνατους ίππους του Αχιλλέως
3. όνομα ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα στο οποίο εμφανίζεται το επίθ. ξανθός, με αναβιβασμό του τόνου, το οποίο μαρτυρείται και ως ανθρωπωνύμιο στη Μυκηναϊκή, πρβλ. μυκην. Kasato. To όνομα εμφανίζεται επίσης σε σύνθετη και παράγωγη μορφή στα ανθρωπωνύμια: Ξάνθιππος, Ξανθεύς, Ξανθίας, Ξάνθιχος, Ξανθώ κ.ά.].

Russian (Dvoretsky)

Ξάνθος: I ὁ Ксант или Ксанф
1) главная река Ликии Hom.;
2) = Σκάμανδρος: ποταμός, ὃν Ξάντον καλέουσι θεοί, ἄνδρες τε Σκάμανδρον Hom.;
3) лирический поэт, предшественник Стесихора, VII в. до н. э.;
4) историк Лидии, VI-V вв. до н. э.
II ἡ Ксант (самый крупный город Ликии на берегу р. Ксант) Plut.