ἀρβύλη

From LSJ
Revision as of 16:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρβύλη Medium diacritics: ἀρβύλη Low diacritics: αρβύλη Capitals: ΑΡΒΥΛΗ
Transliteration A: arbýlē Transliteration B: arbylē Transliteration C: arvyli Beta Code: a)rbu/lh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A strong shoe coming up to the ankle, half-boot, used by country people, hunters, travellers, A.Ag.944, Fr.259, E.Or. 1470 (lyr.); πηλοπατίδες ἀ. Hp.Art.62; αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδα with shoes and all, E.Hipp.1189 (wrongly expld. by Eust. as = δίφρος, the stand of the charioteer), cf. Ba.1134; cf. ἄρμυλα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρβύλη: [ῠ], ἡ, ἰσχυρὸν ὑπόδημα ἐξικνούμενον μέχρι τῶν σφυρῶν, ἐφόρουν δὲ ταῦτα οἱ χωρικοί, οἱ κυνηγοὶ καὶ οἱ ὁδοιπόροι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 944, Ἀποσπ. 255, καὶ συχν. ἐν Εὐρ., Μυκηνίδ’ ἀρβύλαν προβὰς Ὀρέστ. 1470˙ πηλοπατίδες ἀρβύλαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828˙ αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδα, δηλ. ὡς ἦτο μετὰ τῶν ὑποδημάτων τοῦ κυνηγίου˙ ὁ σχολιαστὴς ὅμως δίδει ἄλλην ἐξήγησιν ἐκλαμβάνων τὴν λέξιν ταυτόσημον τῷ ἐν τῷ δίφρῳ μέρει, ἔνθα ἵστατο ὁ ἡνίοχος, «ταῖς τοῦ ἅρματος (ἀρβύλαις) περὶ τὴν ἄντυγα, ἔνθα τὴν στάσιν ἔχει ὁ ἡνίοχος» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1189, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ. Πρβλ. Βάκχ. 1134 καὶ ἴδε Λεξ. Ἀρχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 chaussure forte pour la chasse ou la campagne;
2 αἱ ἀρβύλαι empreintes faites dans le char et destinées à recevoir les pieds du conducteur.
Étymologie: DELG emprunt probable, d’Orient ?

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): ἀραβύλη Hsch.; ἁρμύλη Et.Gen.1113; chipr. ἄρμυλα Hsch.

• Prosodia: [-ῠ-]
especie de botín ajustado πηλοπατίδες ἀρβύλαι Hp.Art.62, cf. Erot.25.15, Gal.18(1).680, propio de personajes de tragedia, A.A.944, Fr.259, E.El.532, αὐταῖσιν ἀρβύλαισι ἁρμόσας πόδας ajustando los pies a los propios botines E.Hipp.1189 (pero interpr. por Eust.599.22 como ajustando el pie a los apoyos del carro), ψοφεῖ γοῦν ἀρβύλη δόμων ἔσω cuando Penteo sale del palacio, E.Ba.638, cf. 1134, de mujeres argivas: de Helena Μυκηνίδ' ἀρβύλαν προβάς E.Or.1470, del coro de mujeres argivas, E.Or.140, de la diosa Hera, E.HF 1304, llevado por los soldados romanos, Lyd.Mag.1.12
ἀραβύλας· ὑποδήματος εἴδη φορτικὰ καὶ βαρβαρικά Hsch.
como n. que daban los antiguos a las σανδάλια Nonnos.179.

• Etimología: Quizá prést. de anatolio *arpuwa-lli-, formación en -alli- sobre la raíz que da lugar a het. arpuwant- ‘intransitable’, que significaría ‘apropiado para lo intransitable’; ἀραβύλη presenta anaptixis; cf. el dim. ἀρβυλίς. En las formas con -μ- se da el mismo cambio que en eol. κυμερνήτης.

Greek Monotonic

ἀρβύλη: [ῠ], ἡ, δυνατό και ανθεκτικό υπόδημα που έφτανε πάνω από τους αστραγάλους και το φορούσαν οι αγρότες, οι κυνηγοί, οι οδοιπόροι, οι ταξιδιώτες, σε Αισχύλ., Ευρ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀρβύλη: (ῠ) ἡ1) полусапог, башмак Aesch., Eur.;
2) pl. место возницы, передок (в колеснице) Eur.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: shoe that covers the whole foot up to the ankle (Hp.).
Other forms: ἀρβύκη (read ἀρβύλης) τοῦ ὑποδήματος H. Also ἀράβυλας· ὑποδήματος εἴδη φορτικὰ καὶ βαρβαρικὰ H. And ἄρμυλα· ὑποδήματα, Κύπριοι H.
Derivatives: κατάρβυλος reaching down to the shoes' (S.); cf. καθάρβυλος χλανίς.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Clearly a substr. word; suffix -υλ- Fur. 201 n. 14; var. β\/μ; αρ\/αρα; κατ-\/καθ-άρβυλος. Banat̨eanu REIE 3, 145. Knauer Glotta 33, 114 n. 1. Neumann (Orbis 20, 1971, 482-485) suggests a connection with Hitt. arpu- difficult as shoes fit for difficult terrain; doubtful: difficult shoes?; he also thinks β\/μ is Cyprian (but see on κυβερνάω).

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
a strong shoe or half-boot, used by country-people, hunters, travellers, Aesch., Eur., Theocr., Anth.