επιφοιτώ

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιφοιτῶ, -άω και ιων. -έω)
νεοελλ.-μσν.
κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους»)
αρχ.
1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι δὲ αἰεὶ γινομένου τοῡ ἐπιφοιτέοντος», Ηρόδ.)
2. (για εχθρό) εισβάλλω («τὴν γῆν δῃοῡν ἐπιφοιτῶντες», Θουκ.)
3. (για πράγμ.) εισάγομαι («ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος» — τα εισαγόμενα αγγεία κρασιού, Ηρόδ.)
4. (με δοτ. προσ.) επισκέπτομαι κάποιον («πολλάκις ἡμῑν ἰδὼν ἐπιφοιτῶντας ἐνταῡθα [ἄνδρας]», Λουκιαν.)
5. (με αιτ. προσ.) (για όνειρα κ.λπ.) παρουσιάζομαι, ενοχλώ με την παρουσία μου («εἰ γὰρ δὴ ἐπιφοιτήσειέ γε συνεχέως, φαίην ἂν καὶ αὐτὸς θεῑον εἶναι», Ηρόδ.)
6. (για ασθένεια) παρουσιάζω υποτροπή
7. (για ρευματικό πόνο) εξαπλώνομαι
8. κάνω έρωτα, συνουσιάζομαι
9. φρ. (α. «ἐπιφοιτῶ εἰς» — περιοδεύω σε πολλές περιοχές
β. «ἐπιφοιτῶ πανταχόσε» — πηγαίνω παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φοιτώ «συχνάζω»].