μετακαλώ
Greek Monolingual
και ματακαλώ (ΑM μετακαλῶ, -έω)
1. καλώ με απεσταλμένο μου κάποιον να πάει σε άλλο μέρος ή να έλθει εκεί που βρίσκομαι (α. «θα μετακαλέσουν δασοπόνους από όλη την Ευρώπη για το συνέδριο» β. «οι πρεσβευτές μετακλήθηκαν για διαβουλεύσεις με τον υπουργό»)
2. (γενικά) καλώ, προσκαλώ
3. ανακαλώ, αναιρώ
νεοελλ.
(στον τ. ματακαλώ) ξανακαλώ, καλώ εκ νέου
μσν.-αρχ.
1. επικαλούμαι, προσφωνώ
2. καλώ ή ονομάζω κάποιον αλλιώς, με άλλο τρόπο, μετονομάζω («τοῡτον μετακαλοῡσιν Ἀλέξανδρον», Τζετζ.)
αρχ.
1. καλώ κάποιον να επανέλθει στο μέρος όπου ήταν πριν
2. καλώ κάποιον να μεταβεί από μια πραγματική ή ψυχική κατάσταση σε άλλη και ιδίως σε εκείνη που είχε προηγουμένως ή στη συνηθισμένη, στην ομαλή («μετακαλεῑ τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ὀργῆς ἐπὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς σωτηρίας λόγους», Αισχίν.)
3. επαναφέρω κάποιον στο πρέπον ή στο ωφέλιμο, τον κάνω να αλλάξει γνώμη
4. αποτρέπω κάποιον από μια πράξη («πεπεισμένος μετακαλέσειν αὐτὸν ἀπὸ τῆς τῶν Καρχηδονίων συμμαχίας», Πολ.).