παίδευση
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
Greek Monolingual
η (ΑΜ παίδευσις) παιδεύω
1. εκπαίδευση, αγωγή, παιδεία («Έλληνας καλεῑσθαι τοῡς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.)
2. το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η μόρφωση («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», Αριστοφ.)
μσν.
φρ. «ἡ σὴ παίδευσις» ή «ἡ ὑμετέρα παίδευσις» — τρόπος προσφώνησης ατόμων που είναι γνώστες μιας τέχνης ή μιας επιστήμης
αρχ.
1. (για τη ρήτ.) ή διδασκαλία
2. το σχολείο, το εκπαιδευτήριο, ο χώρος που εκπαιδεύεται κάποιος («τὴν ἡμετέραν πόλιν Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι», Θουκ.)
3. τιμωρία.