προπολεμέω
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
A make war for or in defence of, τῆς χώρας Isoc.14.33; τῶν ἄλλων Plb.2.48.1, etc.; τισὶ τῆς ἀρχῆς with . . for . ., D.H.6.49; ὑπὲρ [τῆς πόλεως] Pl.R.429b, cf.OGI56.12(Canopus, iii B.C.): abs., οἱ προπολεμοῦντες the guards or defenders of a country, Pl.R.423a; τὸ προπολεμοῦν ib.442b, 547d, Arist.Pol.1279b3; τὸ προπολεμῆσον the body intended to act as guards, ib.1291a7.
German (Pape)
[Seite 740] vor Einem od. eher als ein Anderer für Einen Krieg führen; προπολεμεῖ τε καὶ στρατεύεται ὑπὲρ αὐτῆς Plat. Rep. IV, 429 b, öfter; τῶν ἄλλων Pol. 2, 48, 1; τῆς Βιθυνίας Plut. Luc. 6.
Greek (Liddell-Scott)
προπολεμέω: πολεμῶ ὑπέρ τινος, ἡ Βοιωτία προπολεμεῖ τῆς ἡμετέρας χώρας Ἰσοκρ. 302Ε· προπολεμεῖν τῆς Ἀσίας Πολύβ. 2. 48, 1, κτλ.· ὃς αὐτοῖς προπολεμήσει τῆς ἀρχῆς Διον. Ἁλ. 6. 49· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 429Β· ἀπολ., οἱ προπολεμοῦντες, οἱ ὑπερασπισταί, πρόμαχοι χώρας τινός, αὐτόθι 423Α· οὕτω, τὸ προπολεμοῦν αὐτόθι 442Β, 547D, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 7, 4· τὸ προπολεμῆσον, τὸ σῶμα τὸ μέλλον νὰ προπολεμήσῃ, αὐτόθι 4. 4, 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
combattre pour, gén..
Étymologie: πρό, πολεμέω.
Greek Monotonic
προπολεμέω: μέλ. -ήσω, κάνω πόλεμο χάριν κάποιου ή για την υπεράσπιση κάποιου άλλου, τινός, σε Ισοκρ. κ.λπ.· ὑπέρ τινος, σε Πλάτ.· απόλ., οἱ προπολεμοῦντες, φύλακες, πρόμαχοι ή υπερασπιστές πόλης, στον ίδ.· τὸ προπολεμῆσον, σώμα που πρόκειται να λειτουργήσει ως εμπροσθοφυλακή, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
προπολεμέω: сражаться в защиту (τινος Isocr., Polyb. и ὑπέρ τινος Plat.): οἱ προπολεμοῦντες и τὸ προπολεμοῦν (sc. μέρος τῆς πόλεως) Plat., Arst. или τὸ προπολεμῆσον Arst. защитники страны, вооруженные силы.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-πολεμέω vechten (ter verdediging); ptc. subst.. οἱ προπολεμοῦντες de verdedigers Plat. Resp. 423a = τὸ προπολεμοῦν Aristot. Pol. 1279b3.
Middle Liddell
fut. ήσω
to make war for or in defence of another, τινός Isocr., etc.; ὑπέρ τινος Plat.: absol., οἱ προπολεμοῦντες the guards or defenders of a country, Plat.; τὸ προπολεμῆσον the body intended to act as guards, Arist.