κοέω
English (LSJ)
contr. κοῶ,
A mark, perceive, hear, ἄστρωτος εὕδω καὶ τὰ μὲν πρᾶτ' οὐ κοῶ Epich.35 (prob.); σὺ δ' οὐ κοεῖς Anacr.4.14; κοεῖν Hellad. in Phot.Bibl.p.531 B.; ἐκόησεν τοὔνεκεν… Call.Fr.53, cf. Sch.Ar. Eq.198: etym. of Κοῖος, Corn.ND17:—also (from κοάω) κοᾷ· ἀκούει, πεύθεται, and ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν, ἐπυθόμεθα, Hsch.; ἔκομεν (sic)… ᾐσθόμεθα, Id. (κοϝ-, cf. Skt. kavis 'wise', Lat. caveo.)
German (Pape)
[Seite 1465] ion. = νοέω (vgl. κοάω), hören, merken; seltenes Wort; Schol. Ar. Equ. 198 u. VLL.; τὰ πρῶτ' οὐ κοῶ Epicharm. bei Ath. VI, 236 b; ἐκόησε Call. fr. 53. – Scholl. Od. 21, 145 leiten davon θυοσκόος ab; vgl. ἀμνοκῶν u. die Eigennamen auf -κόων. Auch κοάλεμος wird hierauf zurückgeführt. S. auch Buttm. Lexil. II p. 265.
Greek (Liddell-Scott)
κοέω: συνῃρ. κοῶ, νοῶ, παρατηρῶ, ἀκούω, ἄστρωτος εὕδω καὶ τὰ μὴ στρώτ’ οὐ κοῶ Ἐπίχ. 19. 14 Ahr. σὺ δ’ οὐ κοεῖς Ἀνακρ. 4· κοεῖν Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 531. 12· ἐκόησε Καλλ. Ἀποσπ. 53· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198. Παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν «ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν», καὶ ἔκομεν... ᾐσθόμεθα». (Ἐκ τῆς ἁπλῆς ῥίζης παράγεται τὸ κοννέω, ὡσαύτως τὰ σύνθετα ἀμνοκῶν, εὐρυκόωσα, καὶ ἴσως κοάλεμος, ὡς καὶ τὰ κύρια ὀνόματα Δηϊκόων, Δημοκόων, Ἱπποκόων, Λαοκόων, Εὐρυκόωσα, Λαοκόωσα, ἴσως καὶ τὰ ἀκούω, ἀκοή. ― Πιθαν. ἐκ τῆς √ΚΟϜ, ἢ μᾶλλον ΣΚΟϜ· πρβλ. Σανσκρ. kav-is (vates), Λατ. cav-eo, cau-tus, πρὸς τὸ θυοσαόος, Γοτθ. us-skav-jan (νήφειν), Ἀρχ. Γερμαν. scaw-ôn (schauen)).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s’apercevoir, remarquer, comprendre.
Étymologie: R. κοϜ observer, surveiller.
Greek Monotonic
κοέω: συνηρ. κοῶ, νοώ, παρατηρώ, ακούω, σε Ανακρ.
Russian (Dvoretsky)
κοέω: ион. (= νοέω) замечать, слышать, воспринимать (Anacr.; ср. ἀμνοκῶν и θυοσκόος).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: remark, learn, hear (Anacr. 4, 14, Hellad. ap. Phot., prob. also H. [cod. κοθεῖ]);
Derivatives: also κοάω in κοᾳ̃ ἀκούει, πεύθεται; ἐκοᾶμες ἠκούσαμεν, ἐπυθόμεθα; ἐκοάθη ἐπενοήθη, ἐφωράθη; κοᾶσαι αἰσθέσθαι H.; - ἐκόησεν (Call. Fr. 53). - Seemingly primary ἔκομεν εἴδομεν, ἑωρῶμεν, ᾐσθόμεθα H. (s. below). - Verbal adj. in ἀνα-κῶς (s. v.). Λαο-κόων, εὑρυ-κόωσα who learns from far (Euph. 112, H.) a. o. (cf. Bechtel Namenstudien 37f.).
Origin: IE [Indo-European] [587] *(s)keu(H)- note, see, realize, hear
Etymology: On κοίης etc. s. κοῖον. As iterative-intensive deverbative (after Zupitza KZ 40, 251 w. n. rather denominative) κο(Ϝ)έω (beside which κο(Ϝ)άω; Schwyzer 717ff.) identical with Lat. caveō, cavēre (< *covēre) beware. A zero-grade primary formation is seen in Skt. ā-kúvate have in view. Also in ἀκεύει (= ἀκέϜει?) τηρεῖ H. a cognate primary (full grade) verb has been assumed. (Unclear however ἔκομεν; s. Schwyzer 721 n. 10 a. 740). To these verbs several verbal nouns are found, e. g. Skt.. kaví- m. seeer, poet, wise man. - Beside IE. keu- there was skeu-, s. θυοσκόος. Cf. also ἀκούω and κῦδος. More forms s. Pok. 587f., W.-Hofmann s. caveō, Vasmer Russ. et. Wb. s. čúju.