Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναθεματίζω

From LSJ
Revision as of 15:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθεμᾰτίζω Medium diacritics: ἀναθεματίζω Low diacritics: αναθεματίζω Capitals: ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: anathematízō Transliteration B: anathematizō Transliteration C: anathematizo Beta Code: a)naqemati/zw

English (LSJ)

   A devote to evil, LXXNu.21.2, Jo.6.20, al., Tab.Defix. Aud.41 A, Cod.Just.1.1.5.3; ἀναθέματι ἀ. LXXDe.13.15; but ἀναθέματι ἀ. ἑαυτούς bind themselves by a curse, c. inf., Act.Ap.23.14:—Pass., to be devoted to evil, LXXNu.18.14.    II intr., curse and swear, Ev.Marc.14.71.

German (Pape)

[Seite 188] zum ἀνάθεμα machen, verfluchen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθεμᾰτίζω: ἀφιερῶ τι ὡς ἀνάθημα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. κα΄, 2, 3,) 2) ἀναθεματίζω, παραδίδω εἰς τὸ ἀνάθεμα, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 20, Μακκ. Α. ε΄ , 5.) «ἀναθέματι ἀναθετιεῖται αὐτήν», Δευτ. ιγ΄, 15· - ἀλλ’: «ἀναθέματι ἀναθεματίσαμεν ἑαυτούς», συνεδέθημεν δι’ ἀναθεματισμῶν, συνωμόσαμεν διὰ φοβερῶν ὄρκων καὶ ἀρῶν νὰ πράξωμέν τι, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 14: - Παθ., εἶμαι ἀφιερωμένος, «πᾶν ἀνατεθεματισμένον ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ σοὶ ἔσται», Ἑβδ. (Ἀριθ. ιη΄, 14). 3) ἀποχωρίζω τῆς κοινωνίας, ἀφορίζω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8953, -55, -59, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἀμετ., καταρῶμαι, βλασφημῶ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 71.

French (Bailly abrégé)

maudire NT ; Pass. être maudit NT ; abs. prononcer une malédiction NT.
Étymologie: ἀνάθεμα.

Spanish (DGE)

I 1consagrar al exterminio αὐτὸν (sc. λαὸν) καὶ τὰς πόλεις αὐτοῦ LXX Nu.21.2, cf. De.13.16
v. pas., Origenes M.17.36C, Procop.Gaz.M.87.793A.
2 obligar, ligar mediante una maldición ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν ἑαυτούς Act.Ap.23.14, cf. Ammon.Ac.M.85.1589D
abs. maldecir, Eu.Marc.14.71.
II 1condenar, anatematizar herejías Cod.Iust.1.1.5, Ath.Al.M.26.941B, Apol.Sec.23.
2 abominar, execrar τὸν θεῖον λόγον Origenes Or.22.3, τὰ κτήματα Cyr.H.Catech.8.7.

English (Strong)

from ἀνάθεμα; to declare or vow under penalty of execration: (bind under a) curse, bind with an oath.

English (Thayer)

1st aorist ἀνεθεμάτισα; (ἀνάθεμα, which see); a purely Biblical and ecclesiastical word, to declare anathema or accursed; in the Sept. equivalent to הֶחֱרִים to devote to destruction (ἑαυτόν to declare oneself liable to the severest divine penalties, ἀναθέματι ἀναθεματίζειν (Winer s Grammar, § 54,3; Buttmann, 184 (109))) ἑαυτόν, followed by an infinitive, to bind oneself under a curse to do something, καταναθεματίζω.)

Greek Monolingual

ἀναθεματίζω)
1. καταριέμαι, βλασφημώ
2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, -η, -ο
(αρχ.-μσν. ἀνατεθεματισμένος, -η, -ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος
(Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω
αρχ.
προσφέρω ως ανάθημα, αφιερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάθεμα.
ΠΑΡ. αναθεματισμός
νεοελλ.
αναθεμάτιση, αναθεμάτισμα, αναθεματιστής].

Greek Monotonic

ἀναθεμᾰτίζω: μέλ. -σω,
I. αφιερώνω, ἀναθέματι ἀν. ἑαυτούς, συνδέθηκαν με κατάρα, σε Καινή Διαθήκη
II. αμτβ., καταριέμαι, βλασφημώ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθεμᾰτίζω: клясться (ἀ. καὶ ὀμνύναι ὅτι … NT): ἀναθεματίσαι ἑαυτὸν μὴ ποιεῖν τι NT дать зарок воздерживаться от чего-л.

Middle Liddell

[from ἀνάθεμα
I. to devote, ἀναθέματι ἀν. ἑαυτούς to bind themselves by a curse, NTest.
II. intr. to swear, NTest.