βλάσφημος

From LSJ
Revision as of 20:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλάσφημος Medium diacritics: βλάσφημος Low diacritics: βλάσφημος Capitals: ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ
Transliteration A: blásphēmos Transliteration B: blasphēmos Transliteration C: vlasfimos Beta Code: bla/sfhmos

English (LSJ)

ον,

   A speaking ill-omened words, evil-speaking, Arist.Rh.1398b11: c. gen., against... Plu.2.1100d, etc.    2 of words, slanderous, libellous, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ D.9.1, cf. Luc.Alex.4 (Sup.). Adv. -μως Philostr. VA4.19, App.BC2.126.    3 blasphemous, ἔθνη LXX 2 Ma.10.4; ῥήματα Act.Ap.6.11; λαλεῖν βλάσφημα Apoc.13.5: Subst., blasphemer, LXX 2 Ma.9.28, 1 Ep.Ti.1.13, etc.

German (Pape)

[Seite 448] (βλαξ od. βλάβ. – φήμη), den Ruf eines Andern verletzend, verläumdend, schmähend, βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δέ Dem. 9, 1; bes. Sp.; βλασφημότατα λέγειν Luc. Alex. 4, gotteslästerliche Reden führen; N. T. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

βλάσφημος: -ον, (ἴσως ἐκ τοῦ βλάξ καὶ φήμη· ἕτεροι ἐκ τοῦ βλάπτω, ἀντὶ τοῦ βλαψίφημος): ― ὁμιλῶν δυσοιώνους λόγους. κακολόγος, μ. γεν. = ἐναντίον…, Πλούτ. 2. 1100D, κτλ. 2) ἐπὶ λέξεων, ὑβριστικός, κακός, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ Δημ. 110. 9: ― Ἐπίρρ. -μως Φιλόστρ. 156· ὑπερθ. -ότατα Λουκ. Ἀλεξ. 4. 3) ὁ λαλῶν βλασφημίας, ὑβριστής, Ἑβδ., Κ. Δ.· ὡς οὐσιαστ.., ὁ βλάσφημος Ἑβδ. (2 Μακκ. ι', 36), 1 Τιμ. 1. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient de mauvais propos, médisant, diffamateur de ; en parl. des propos eux-mêmes diffamatoire.
Étymologie: βλάπτω, φήμη.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers. mal hablado, maldicente, difamador de Arquíloco, Arist.Rh.1398b12, cf. Herm.Sim.9.18.3, Thdr.Mops.M.66.945C
de palabras injurioso, insultante, calumnioso δέδοικα μὴ β. μὲν εἰπεῖν, ἀληθὲς δ' ᾖ D.9.1, λόγοι Isoc.15.101, ἔπος Max.Tyr.21.2, γλῶσσα Sext.Sent.83, φωναί Vett.Val.343.16
c. gen. μὴ λέγωμεν ... ψηφίσματα βλάσφημα πόλεων Plu.2.1100d, περὶ τοῦ Πυθαγόρου Luc.Alex.4, εἰς τὴν Ῥώμην Hdn.7.8.9.
II en el ámbito relig.
1 blasfemo contra dioses paganos, de pers., Cels.Phil.7.53, esp. en lit. jud.-crist. ἔθνη LXX 2Ma.10.4, cf. Meth.Res.1.50, Eus.VC 3.1
subst. ὁ β. LXX 2Ma.9.28, 1Ep.Ti.1.13, Const.App.4.6.5
de palabras τι β. περὶ τῶν θεῶν D.Chr.3.53, ῥήματα Act.Ap.6.11
subst. τὰ βλάσφημα blasfemias Gr.Nyss.Eun.3.2.39.
2 de mal agüero οἰωνός Procop.Arc.9.26, ὀκνῶ λέγειν τὸ β. Gr.Naz.M.35.1056A.
III adv. -ως
1 insultante, injuriosamente ἐπὶ τῷ Καίσαρι ... β. ἐδημηγόρησε App.BC 2.126.
2 en forma profana o blasfema ἐλέγχων τὸν ἱεροφάντην δι' ἃ β. τε καὶ ἀμαθῶς εἶπε Philostr.VA 4.19.

English (Abbott-Smith)

βλάσφημος, -ον (< βλασ-, of uncertain deriv., v. Thayer, Boisacq; + φήμη, speech), [in LXX: Is 66:3 (מְבָרֵךְ אָוֶן), Wi 1:6, Si 3:16, II Mac 9:28 10:4, 36*;]
(a)evil-speaking, slanderous, blasphemous: Ac 6:11, II Ti 3:2, II Pe 2:11 (cf. Ju 9);
(b)as subst. a blasphemer: I Ti 1:13 (Cremer, 570).†

English (Strong)

from a derivative of βλάπτω and φήμη; scurrilious, i.e. calumnious (against men), or (specially) impious (against God): blasphemer(-mous), railing.

English (Thayer)

βλάσφημον (βλάξ sluggish, stupid, and φήμη speech, report (others, βλάπτω (which see) and φήμη)), speaking evil, slanderous, reproachful, railing, abusive: ῤήματα βλάσφημα εἰς Μωυσῆν καί τόν Θεόν); ( (ῤήματα βλάσφημα κατά τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου)); βλασφημία, a.); βλάσφημος as a substantive, a blasphemer: Demosthenes down.)

Greek Monotonic

βλάσφημος: -ον, ὁ,
1. ο αισχρά διατυπωμένος, για λέξεις ανευλαβείς, ανίερες, σε Δημ.
2. αυτός που ομιλεί με βλασφημίες, υβριστής, και ως ουσ., βλάσφημος, σε Καινή Διαθήκη (η προέλ. του βλασ- είναι αμφίβ.· βλάξ και βλάπτω προτείνονται εξίσου).

Russian (Dvoretsky)

βλάσφημος:
1) злоречивый, злопыхательный (Ἀρχίλοχος Arst.; ἄνθρωπος Plut.);
2) злобный (λοιδορίαι Plut.).;
3) кощунственный, богохульный NT.

Middle Liddell

[The origin of βλας is uncertain: βλάξ and βλάπτω have both been suggested.]
1. evil-speaking: of words, slanderous, Dem.
2. speaking blasphemy, blasphemous, and as Subst. a blasphemer, NTest.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλάσφημος -ον βλασφημέω lasterend, kwaadsprekend; godslasterlijk; subst. godslasteraar. NT 1 Tim. 1.13.

Chinese

原文音譯:bl£sfhmoj 不拉士-費摩士

詞類次數:形容詞(5)

原文字根:傷害-宣稱(著)

字義溯源:褻瀆的,辱罵的,毀謗的,謗讟的;由(βλάπτω)*=傷害)與(φήμη)=聲言)組成,其中 (φήμη)出自(φημί)=說明), (φημί)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀),或出自(φαίνω)=發光)

出現次數:總共(5);徒(2);提前(1);提後(1);彼後(1)

譯字彙編

1) 謗讟(2) 徒6:11; 提後3:2;

2) 毀謗的(1) 彼後2:11;

3) 褻瀆(1) 徒6:13;

4) 褻瀆者(1) 提前1:13