εὐαγγελιστής
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A bringer of good tidings: hence, evangelist, preacher of the gospel, Act.Ap.21.8. II proclaimer of oracular messages, IG12(1).675 (Rhodes).
German (Pape)
[Seite 1054] ὁ, der Verkündiger froher Botschaft, der Evangelist, N. T., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαγγελιστής: -οῦ, ὁ, ὁ Φέρων καλὰς ἀγγελίας: 1) κήρυξ τοῦ Εὐαγγελίου, Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 8, Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφέσ. δ΄, 11, π. Τιμόθ. Β΄, δ΄. 5, κτλ. 2) Εὐαγγελιστής, συγγραφεὺς ἑνὸς τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων· περὶ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ καὶ Ἰωάννου. 3) μετωνυμ. = εὐαγγέλιον, Εὐχολόγ. σ. 54.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui annonce de bonnes nouvelles;
2 qui prêche la bonne nouvelle, évangéliste.
Étymologie: εὐαγγελίζω.
Spanish
English (Strong)
from εὐαγγελίζω; a preacher of the gospel: evangelist.
English (Thayer)
εὐαγγελιστοῦ, ὁ (εὐαγγελίζω), a Biblical and ecclesiastical word, a bringer of good tidings, an evangelist (Vulg. evangelista). This name is given in the N. T. to those heralds of salvation through Christ who are not apostles: B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Evangelist.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ εὐαγγελιστής, θηλ. εὐαγγελίστρια) ευαγγελίζομαι
κάθε ένας από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στον ευαγγελικό κλάδο του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί απορρίπτουν την παράδοση και παραδέχονται ως μόνη πηγή της χριστιανικής πίστεως τα Ευαγγέλια, ο Ευαγγελικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Ευαγγελίστρια και Βαγγελίστρα
η Παναγία Θεοτόκος
μσν.
διάκονος ή ιερέας που διαβάζει το Ευαγγέλιο ή τον Απόστολο στην εκκλησία
μσν.-αρχ.
αυτός ή αυτή που φέρνει καλές ειδήσεις, χαρμόσυνες αγγελίες
αρχ.
1. αυτός που κηρύσσει το Ευαγγέλιο («ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ», ΚΔ)
2. αυτός που μαντεύει, που εξαγγέλλει χρησμούς
3. συνεκδ. το Ευαγγέλιο.
Greek Monotonic
εὐαγγελιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, νέα, ευαγγελιστής, συγγραφέας, κήρυκας του Ευαγγελίου, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
εὐαγγελιστής: οῦ ὁ возвещающий благую весть, евангелист NT.
Middle Liddell
εὐαγγελιστής, οῦ,
the bringer of good tidings, an evangelist, preacher of the gospel, NTest. [from εὐάγγελος
Chinese
原文音譯:(eÙagelist»j 由-昂給利士帖士詞類次數:名詞(3)
原文字根:好-信息(者)
字義溯源:福音傳布者,傳福音的,傳道的;源自(εὐαγγελίζω)=宣告好消息);由(εὖ / εὖγε)=好)與(ἄγγελος)=使者)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)。所有使徒都是傳福音的,但不是每一個傳福音的都是使徒。基督賞賜人各種恩賜,其中一種是:傳福音的( 弗4:11);就如:傳福音的腓利( 徒21:8)。保羅也勸勉提摩太,要作傳福音的工作(和合本:傳道的工夫; 提後4:5)
出現次數:總共(3);徒(1);弗(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 傳福音的(2) 弗4:11; 提後4:5;
2) 傳福音(1) 徒21:8