неодолимый
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Russian > Greek
ἀπάλαμνος ;; ὀχυρός ;; ἐρίδμητος ;; ἐρίδματος ;; ἰσχυρός ;; ἀνανταγώνιστος ;; ἀνυπέρβλητος ;; ἀπόλεμος ;; ἀπτόλεμος ;; ἀνυπόστατος ;; ἀμάχητος ;; ἀδάματος ;; ἀπεριγένητος ;; ἀπρόσμαχος ;; ἀνάλωτος ;; δύσμαχος ;; δυσεκβίαστος ;; ἀπρόσοιστος ;; ἀμαιμάκετος ;; ἀνεκβίαστος ;; ἀνίκητος ;; ἀνίκατος ;; ἀήσσητος ;; ἀήττητος ;; δυσπάλαιστος ;; ἄαπτος ;; ἀνεπιχείρητος ;; ἄληπτος ;; ἄπορος ;; ἀκατάλυτος ;; βιαστικός ;; δυσχείρωτος ;; δυσμεταχείριστος ;; ἀδήριτος ;; ἄπρακτος