одновременно
Russian > Greek
ἁμαρτῆ ;; ἁμαρτῇ ;; ἰσοχρόνως ;; σύν ;; ξύν ;; ὁμαρτῆ ;; ὁμαρτῇ ;; ὑμάρτη ;; ἄμυδις ;; σύναμα ;; συνάμα ;; συμπαιδεύω ;; συμπνέω ;; παραλούομαι ;; παραλόομαι ;; συνεκτρέφω ;; συνείσειμι ;; συνεπιφορτίζω ;; συναποκόπτω ;; συνεπιδείκνυμι ;; συμβοηθέω ;; συνδοκιμάζω ;; συνεπαίρω ;; συνεπισπάω ;; συναναγιγνώσκω ;; συναναγινώσκω ;; κατάλληλα ;; συμπροσψαύω ;; συγκαταναυμαχέω ;; συγχράομαι ;; συγκαθοσιόω ;; συγκατασκάπτω ;; συμμεταχειρίζομαι ;; συγκελεύω ;; συνεπιδίδωμι ;; συναπαίρω ;; παρεμφαίνω ;; συνεξαποστέλλω ;; ἐφάπαξ ;; συγκαθέλκω ;; συμμεταβάλλω