συνεπισπάω
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
A draw on together, βίᾳ σ. τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῖθρον Id.Crass.19.
II mostly in Med., draw on along with one, esp. to ruin, τοὺς φίλους Pl.R. 451a, cf. D.19.224, IPE12.352.23 (Chersonesus, ii B.C.); of things, involve, bring on, κακά Phld.Ir.p.23W., cf. p.77W.; also without any bad sense, Pl. Ti.44a, X.Cyr.2.2.24: literally, of the magnet, σ. τὸν σίδηρον Epicur. Fr.293; of ligaments, ἑαυτοῖς σ. τοὺς σπονδύλους Gal.18(1).506.
2 draw on along with one, i.e. to one's own views, τινὰ πρὸς τὸ συμφῆσαι Pl.Sph.236d; πρὸς τὴν αὑτῶν γνώμην Plb.30.6.7:—Pass., Epicur. Nat.121G.
3 σ. τὸν ἀέρα inhale at the same time, Arist.Pr.906a
French (Bailly abrégé)
συνεπισπῶ :
attirer ensemble vers;
Moy. συνεπισπάομαι, συνεπισπῶμαι pousser ensemble ou en même temps vers.
Étymologie: σύν, ἐπισπάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επισπάω zowel act. als med. met zich meetrekken of meeslepen of meesleuren, m. n. in de ondergang; overdr.. σ. πρὸς τὸ ταχὺ συμφῆσαι (iem.) ertoe brengen om snel in te stemmen Plat. Sph. 236d.
German (Pape)
(σπάω), mit od. zugleich dazu-, dahinziehen; Plut. Crass. 19. – Med., ἤ σε οἷον ῥύμη ὑπὸ τοῦ λόγου συνεπεσπάσατο πρὸς τὸ ταχὺ ξυμφῆσαι, Plat. Soph. 236d, vgl. Tim. 44a, Rep. V.451a; Xen. Cyr. 2.2.24; Pol. συνεπισπάσασθαι τοὺς ἰδίους πολίτας πρὸς τὴν ἑαυτοῦ γνώμην, 30.6.7, und öfter; ins Verderben ziehen, reißen, μὴ τότε τούτοις συνεπισπάσησθ' ἑμετὸν μηδὲν ἀδικοῦντα, Dem. 19.224.
Russian (Dvoretsky)
συνεπισπάω:
1 тж. med. одновременно или вместе тянуть, увлекать (βίᾳ τινὰ εἴς τι Plut.; ἐπισπασθεὶς συνεπισπᾶται Arst.);
2 med. досл. увлекать за собой, перен. склонять (τινα πρός τι Plat., Polyb.);
3 med. увлекать к гибели (τινα Plat., Dem.).
Greek Monotonic
συνεπισπάω: μέλ. -σπάσω [ᾰ],
I. έλκω, τραβώ προς κάποια κατεύθυνση από κοινού, επισύρω, αποσπώ μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.
II. Μέσ., συμπαρασύρω μαζί μου κάποιον ή κάτι, ιδίως προς την καταστροφή, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπισπάω: ἐπισπῶ, ἐπισύρω ὁμοῦ, ἵππος βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῖθρον Πλουτ. Κράσσ. 19. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συμπαρασύρω μετ’ ἐμαυτοῦ, μάλιστα πρὸς καταστροφήν, τοὺς φίλους Πλάτ. Πολ. 451Α, πρβλ. Δημ. 411. 2· καὶ ἄνευ κακῆς τινος σημασίας, Πλάτ. Τίμ. 44Α, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24. 2) ἐφελκύω τινὰ πρὸς ἐμαυτόν, δηλ. πρὸς τὴν ἰδίαν μου γνώμην, τινα πρὸς τὸ ξυμφῆσαι Πλάτ. Σοφ. 236D· πρὸς τὴν αὐτῶν γνώμην Πολύβ. 30. 6, 7. 3) σ. τὸν ἀέρα, εἰσπνέω συγχρόνως, Ἀριστ. Προβλ. 11. 62.
Middle Liddell
fut. σπάσω
I. to draw on together, Plut.
II. Mid. to draw on along with one, esp. to ruin, Plat., Dem., etc.