непреклонный
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Russian > Greek
σιδήρεος ;; σιδάρεος ;; σιδηροῦς ;; ἄστρεπτος ;; ἄκαμπτος ;; ἀτελεύτητος ;; ἄτροπος ;; ἀστεμφής ;; ἀμετάτρεπτος ;; καρτερόθυμος ;; ἀδάμαστος ;; ἀδάμας ;; ἀλίαστος ;; ἀπαράτρεπτος ;; ἄθρυπτος ;; ἄγναμπτος ;; ἀμετάπειστος ;; ἄτεγκτος ;; ἀμάλθακτος ;; ἀτειρής ;; ἀγέρωχος ;; ἀπαραίτητος ;; ἀπαράμυθος ;; σχέτλιος ;; στιβαρός ;; χαλκεομήστωρ ;; δυσκίνητος ;; δυσκίνατος ;; καρτερός ;; στερρός ;; δυσνίκητος ;; ἀτενής ;; ἰσχυρογνώμων ;; στερεόφρων ;; ἀμήχανος ;; ὠμός ;; ἀκίνητος ;; ὀρθός