κρόταλον

From LSJ
Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόταλον Medium diacritics: κρόταλον Low diacritics: κρόταλον Capitals: ΚΡΟΤΑΛΟΝ
Transliteration A: krótalon Transliteration B: krotalon Transliteration C: krotalon Beta Code: kro/talon

English (LSJ)

τό, (κροτέω) in pl.,

   A clapper, used in the worship of Cybele, h.Hom.14.3, Pi.Fr.79, Hdt.2.60, Arist.Mir.839a1; of Dionysus, E.Hel.1308 (lyr.), cf. Cyc.205: generally, in dances, AP 5.174 (Mel.), 11.195 (Diosc.).    II sg., metaph., of persons, 'rattle', Ar.Nu.260, 448 (anap.); οἶδ' ἄνδρα, κρόταλον δριμύ E.Cyc.104.    III a name for the narcissus, Eumach. ap. Ath.15.681e.    IV κόρταλος σημαίνει τὸν κρότον τῆς ψυχῆς EM post κορυθαίολος (cod. Voss.); κορτάλων is perh. required by the metre in E.Hyps.Fr.1 ii 9 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κρότᾰλον: τό, (κρότος, κροτέω) ὄργανον πρὸς κρότησιν, πεποιημένον ἐκ δύο τεμαχίων διεσχισμένου καλάμου, κεράμου ἢ μετάλλου συνηρμοσμένων δι’ ἁρμοῦ ἢ στρόφιγγος, ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Κυβέλης, Ὕμ. Ὁμ. 13. 3, Ἡρόδ. 2. 60, Πινδ. Ἀποσπ. 48· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἑλ. 1308, πρβλ. Κύκλ. 205· ἢ καθόλου ἐν ταῖς ὀρχήσεσι, Ἀνθ. Π. 5. 175., 11. 195· ― ὁ πελαργὸς καλεῖται crotalistria ὑπὸ τοῦ Publ. Syr., ἐκ τοῦ κρότου ὃν ποιεῖ συγκροτῶν τὰς σιαγόνας τοῦ ῥάμφους του. ΙΙ. μεταφ., ἄνθρωπος ἀδολέσχης, «ῥοδάνι», Ἀριστοφ. Νεφ. 260, 448· οἶδ’ ἄνδρα κρόταλον Εὐρ. Κύκλ. 104· πρβλ. κώδων Ι. 2. ΙΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ ναρκίσσου, Εὐμάθ. παρ’ Ἀθην. 681Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cliquette, castagnette.
Étymologie: κρότος.

English (Slater)

κρόταλον
   1 castanet ἐν δὲ κέχλαδ[εν] κρόταλ' αἰθομένα τε δαὶς ὑπὸ ξανθαῖσι πεύκαις in the Dionysaic rites Δ. 2. 10.

Greek Monotonic

κρότᾰλον: τό (κροτέω),
I. κρόταλο, καστανιέτα, που χρησιμοποιούνταν για τη λατρεία της Κυβέλης ή του Διονύσου, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. μεταφ., άνθρωπος αδολεσχής, φλύαρος, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόταλον -ου, τό [κρότος] alleen plur. ratel, klepper (ter begeleiding van dansen):. αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι sommige vrouwen klepperden met hun ratels Hdt. 2.60.1. sing. overdr. ratel, kletser:. κρόταλον δριμύ sluwe kletser Eur. Cycl. 104.

Russian (Dvoretsky)

κρότᾰλον: τό
1) трещотка, погремушка (κροτάλων ἰαχή HH и πάταγος Anth.);
2) pl. трещание, грохот (χαλκοῦ Eur.; θόρυβος καὶ κ. Arst.);
3) перен. (тж. ἀνὴρ κ. Eur.) трещотка, неугомонный болтун Arph.

Middle Liddell

κρότᾰλον, ου, τό, κροτέω
I. a rattle, castanet, used in the worship of Cybele, or Dionysus, Hdt., Eur.
II. metaph. a rattling fellow, a rattle, Ar.