εὐδοξία

From LSJ
Revision as of 22:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδοξία Medium diacritics: εὐδοξία Low diacritics: ευδοξία Capitals: ΕΥΔΟΞΙΑ
Transliteration A: eudoxía Transliteration B: eudoxia Transliteration C: evdoksia Beta Code: eu)doci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A good repute, honour, Simon.4.6, Pi.P.5.8, E.Tr.643, Isoc.11.29, etc., cf. Arist.Rh.1361a25; virtue, excellence, Pi.N.3.40: in pl., D. 18.322.    2 approval, μετ' εὐδοξίας πλήθους ἀριστοκρατία Pl.Mx. 238d.    II good judgement, opp. ἐπιστήμη, Id.Men.99b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδοξία: ἡ, καλὴ φήμη, τιμή, δόξα, Σιμωνίδης 5, Πινδ. ΙΙ. 5. 9, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 8· ἀρετή, τὸ ἔξοχον, Πινδ. Ν. 3. 70· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 332. 6. 2) ἐπιδοκιμασία, τοῦ πλήθους Πλάτ. Μενέξ. 238D. ΙΙ. καλὴ κρίσις, ἀντίθετον τῷ ἐπιστήμη, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 bonne réputation, célébrité, gloire;
2 bonne opinion, opinion favorable, confiance.
Étymologie: εὔδοξος.

English (Slater)

εὐδοξία
   1 glory σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' ἐπίχειρα δε[ (Pae. 14.31)

Greek Monolingual

η (Α εὐδοξία) εύδοξος
1. καλή φήμη, δόξα, υπόληψη («τῆς εὐδοξίας λαχοῡσα», Ευρ.)
2. αρετή, υπεροχή («τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν», Δημοσθ.)
3. επιδοκιμασία, αποδοχή
4. ορθή γνώμη, κρίση.

Greek Monotonic

εὐδοξία: ἡ,
1. καλή φήμη, δόξα, τιμή, μεγαλείο, σε Σιμων., σε Δημ.
2. επιδοκιμασία, τοῦ πλήθους, σε Πλάτ.
II. καλή κρίση, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐδοξία:
1) доброе имя, слава, почет, уважение Pind., Arst., Isocr., pl. Dem.;
2) высокие качества, доблесть Pind.;
3) одобрение, похвала (τοῦ πλήθους Plat.);
4) филос. правильное суждение, здравый смысл (εὐδοξίᾳ τὰς πόλεις ὀρθοῦν Plat.).

Middle Liddell

εὐδοξία, ἡ,
I. good repute, credit, honour, glory, Simon., Dem.
2. approval, τοῦ πλήθους Plat.
II. good judgment, Plat. [from εὔδοξος