ἀποθηριόω

From LSJ
Revision as of 11:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθηριόω Medium diacritics: ἀποθηριόω Low diacritics: αποθηριόω Capitals: ΑΠΟΘΗΡΙΟΩ
Transliteration A: apothērióō Transliteration B: apothērioō Transliteration C: apothirioo Beta Code: a)poqhrio/w

English (LSJ)

   A change into a beast, τινά Eratosth.Cat.1:—Pass., Str. 3.2.7; prob. in Herm. ap. Stob.1.49.69.    2 make quite savage, τὸν βίον Plu.2.995d; exasperate, τινὰ πρός τινα Plb.1.79.8:—Pass., to become or be so, ib.67.6; τὴν ψυχήν D.S.17.9; of wounds, Plb.1.81.5.    II Pass., to be full of savage creatures, ἀποτεθηρίωται ὁ Νεῖλος Alciphr.2.3.

German (Pape)

[Seite 303] verwildern lassen, τὸν βίον Plut. de esu carn. 1, 6; übertr., τινὰ πρός τινα, wild machen, zornig machen, Pol. 1, 79; ἀποτεθηρίωται πρὸς ἑαυτόν, hat sie gegen sich erbittert, 15, 22. Pass., erbittert, ergrimmt sein gegen Einen, Pol. 1, 70 u. öfter; verwildern, ὁ Νεῖλος ἀποτεθηρίωται, ist voll wilder Thiere, Alciphr. 2, 3; übertr., vom Körper, Pol. 3, 60; vom Geist, 4, 21 u. öfter; ἕλκεα ἀποθηριούμενα, die schlimm werden, wildes Fleisch ansetzen, 1, 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθηριόω: μεταβάλλω εἰς θηρίον, ἐφ’ ᾧ ὀργισθεῖσαν τὴν θεὸν ἀποθηριῶσαι αὐτὴν Ἐρατοσθ. Καταστ. 1· κάμνω τινὰ ὅλως ἄγριον, τὸν βίον Πλούτ. 2. 995D: ἐξερεθίζω, ἐξαγριώνω τινὰ κατὰ τινος, τινὰ πρὸς τινα Πολύβ. 1. 79, 8: ― Παθ., γίνομαι ἄγριος ὡς θηρίον, ὁ αὐτ. 1. 67, 6, κτλ. ἐπὶ ἑλκῶν ἤ φυμάτων «θυμώνω», ὁ αὐτ. 1. 81, 5, ἔνθα ἴδε Schweigh. ΙΙ. Παθ. εἶμαι πλήρης θηρίων, ὁ δὲ Νεῖλος οὗτος καίπερ ὤν καλὸς ἀλλ’ ἀποτεθηρίωται Ἀλκιφρ. 2. 3, 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀποθηριώσω, pf. Pass. ἀποτεθηρίωμαι;
rendre sauvage ; aigrir, exaspérer.
Étymologie: ἀπό, θηριόω.

Spanish (DGE)

I 1transformar en bestia αὐτήν Eratosth.Cat.1, τοὺς ... ἑταίρους Sch.Theoc.9.33/36f
en v. med. hacerse de tamaño monstruoso οἱ γόγγροι δὲ ἀποθηριοῦνται, πολὺ τῶν παρ' ἡμῖν ὑπερβεβλημένοι κατὰ τὸ μέγεθος Str.3.2.7.
2 en v. med. llenarse de bestias ὁ δὲ Νεῖλος ... ἀποτεθηρίωται el Nilo está lleno de cocodrilos Alciphr.4.18.16.
II fig. hacer salvaje, asilvestrar τὸν βίον Plu.2.995d
exasperar τὰ πλήθη πρὸς τοὺς Καρχηδονίους Plb.1.79.8
en v. med. hacerse maligno οὐ μόνον τὰ σώματα ... καί τινα τῶν ... ἑλκῶν καὶ φυμάτων ἀποθηριοῦσθαι συμβαίνει ..., πολὺ δὲ μάλιστα τὰς ψυχάς Plb.1.81.5
exasperarse, llenarse de ira τὰς ψυχάς Plb.30.11.5, τὴν ψυχήν D.S.17.9, abs. Plb.1.67.6, Origenes M.12.145B, c. giro prep. εἰς ἡμᾶς A.Mart.5.1.15, πρὸς αὐτόν Origenes Hom.10.8 in Ier.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθηριόω:
1) делать диким (τὸν βίον Plut.);
2) ожесточать, раздражать (τινα πρός τινα Polyb.);
3) обострять (ἕλκη ἀποθηριούμενα Polyb.).