εὔτονος
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
ον, (τείνω)
A well-strung, vigorous, of men's bodies or limbs, Hp.Aph.3.17, Arist.IA710a31, Luc.Anach.24, AP12.216 (Strat.): Comp., Men. 693; of men, -ώτεροι τοῖς σώμασι D.S.4.3; τὸ εὔ., = εὐτονία, Pl.Lg. 815a, etc.: esp. in Stoic philos. (cf. τόνος), Chrysipp.Stoic.3.121, 123; of engines, Plb.8.5.2 (Comp.); of the wind, D.S.1.41; of wine, Arist.Mir.832a11; τὸ εὔ., name of an eyesalve, Aët.7.115; εὔ. πληγή Hero Bel.74.12. b distended, εὐτόνῳ φλεβί (sens. obsc.) Neophr.(?) Medea in PLit.Lond.77 Fr.2.7. c elastic, yielding, -ώτερος χαλκοῦ χρυσός Porph.ad Il.20.259. 2 active, energetic, πρόνοια POxy. 1468.7 (iii A.D.); προσοχή Iamb.Protr.21.κά (Sup.); of persons, -ώτατος εἶναι c. part., OGI315.52 (Pessinus, ii B.C.). 3 of an orator, forcible, εὔ. τῇ φράσει D.H.Vett.Cens.5.4; τῆς λέξεως τὸ εὔ. ib.3.2, cf. PhId.Po.5.5. 4 Adv. -νως with might and main, vigorously, Ar. Pl.1095, X.Hier.9.6, Arist.Pr.885a6, Ph.1.311, Ev.Luc.23.10: Comp. -ώτερον, τοῦ δέοντος ἀφιᾶσι Luc.Nigr.36. 5 strenuously, Phld. Herc.1251.23, Po.2p.274H. 6 peremptorily, -ώτερον ἐπιστεῖλαι, γράψαι, PLille1.3i14 (iii B.C.), PPetr.2p.22, 3p.132 (cf. p. x) (iii B.C.). II of the voice, well-pitched, Arist. GA786b8. (Sts. as v.l. in codd. for ἔντονος, Plb. l.c.; εὔτονος is perh. f.l. for ἔντονον in S. Fr.966.)
German (Pape)
[Seite 1102] wohl angespannt, nervig, kräftig, Hippocr.; καὶ ὀρθοί Plat. Legg. VII, 815 a, wie Strat. 58 (XII,516); Arist. u. Sp., wie D. Sic. 2, 56; auch von Geschossen, Pol. 8, 7, 2; Plut. Alex. 63; εὐτόνους τὰς πληγὰς διδόντες ἀπὸ τόξων κραταιῶν Crass. 24; vom Winde, D. Sic. 1, 41. Von der Rede, D. Hal. öfter, wie μέλος Ar. Ach. 674. Uebh. angestrengt, eifrig, χρηματιστής Plut. Thes. 5, a. Sp. – Adv. εὐτόνως, mit Anstrengung, eifrig, Ar. Plut. 1096; Xen. Hier. 9, 6 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτονος: -ον, (τείνω) καλῶς ἐντεταμένος, ἔχων τόνον, δύναμιν, εὔρωστος, ἰσχυρός, ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἢ τῶν μελῶν αὐτοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 9· τὸ… εὔτονον... σωμάτων καὶ ψυχῶν = εὐτονία, Πλάτ. Νόμ. 815 Α, κλ.· ἐπὶ μηχανῶν, Πολύβ. 8. 7, 2· ἐπὶ ῥήτορος, δεινός, εὔγλωττος, εὔτονος τῇ λέξει Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 5. 4· τῆς λέξεως τὸ εὔτονον αὐτόθι 3. 2. - Ἐπίρρ. -νως, μετὰ τόνου καὶ δυνάμεως, ἰσχυρῶς, Ἀριστοφ. Πλ. 1095. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς, καλὸν τόνον ἔχουσα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 1. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ ἔντονος, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὔτονος· εὐμενής. γενναῖος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bien tendu, fortement tendu;
2 fort, vigoureux.
Étymologie: εὖ, τείνω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εύτονος)
1. καλά τεντωμένος, νευρώδης, ζωηρός, εύρωστος, ακμαίος
2. (για το ανθρώπινο σώμα και τα μέλη του) ισχυρός, υγιής, αρτιμελής
3. (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με δραστηριότητα, ο έντονος
αρχ.
1. (ως ειδικός όρος της φιλοσ. τών Στωικών) αυτός που έχει ισχυρό τόνο
2. (για μηχανές) αυτός που έχει ένταση ενέργειας
3. (για ανέμους) ισχυρός, δυνατός, σφοδρός
4. (για κρασί) δυνατός
5. (για πληγές) βαθύς, γερός
6. (για μέταλλα) ελαστικός, χαλαρός στη σύσταση
7. (για φυτά) αυτός που έχει δύναμη επενέργειας, δραστικός
8. (για πρόσ.) ενεργητικός, δραστήριος
9. (για βλέμμα) ζωηρός, εκφραστικός, με ένταση
10. (για ρήτορα) αυτός που έχει έντονο ρητορικό ύφος, σθεναρή ευγλωττία
11. (για τη φωνή) αυτός που έχει καλό τόνο
12. το ουδ. ως ουσ. το εύτονον
α) η ευτονία, η σθεναρότητα, η δύναμη
β) είδος κολλυρίου.
επίρρ...
ευτόνως (ΑΜ ευτόνως)
σθεναρά, με ένταση, με ζήλο
αρχ.
1. δραστήρια
2. αποφασιστικά, επιτακτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τονος (< τόνος < τείνω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τον- του θ. τεν- (πρβλ. ά-τονος, πολύ-τονος)].
Greek Monotonic
εὔτονος: -ον (τείνω), καλοτεντωμένος, ρωμαλέος, δραστήριος, υγιής, ακμαίος, σε Πλάτ.· επίρρ. -νως, ρωμαλέα, γερά, δυνατά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔτονος:
1) напряженный, упругий (πνεύμων Arst.);
2) сильный, мощный (βέλη Polyb.; πνοαί Diod.; πληγή Plut.);
3) крепкий (οἶνος Arst.);
4) усердный, рьяный (χρηματιστής Plut.);
5) резкий, громкий (μέλος Arph.);
6) обладающий приятным голосом (ζῷα Arst.).
Middle Liddell
εὔ-τονος, ον τείνω
well-strung, vigorous, Plat.:—adv. -νως, vigorously, Ar.