ἐντυχία
English (LSJ)
ἡ, =
A conversation, intercourse, Plu.2.67c,582e. 2 meeting, Plb.6.11a.4; interview, πρός τινα Aristeas 1. II petition, PTeb.61(b).26 (ii B. C.), LXX 3 Ma.6.40, J.AJ16.9.4, Heph.Astr.3.20, Seren. ap. Stob.3.13.48; prayer, ἐ. πρὸς ἥλιον PMag.Par.1.1930, cf.PMag.Leid.W.4.10. III pl., records of verdicts, etc., Lyd.Mag.3.8.
German (Pape)
[Seite 859] ἡ, = ἔντευξις, Gespräch, Plut. de gen. Socr. 13; Anklage, Seren. Stob. flor. 13, 28, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντῠχία: ἡ, = ἔντευξις, συνέντευξις, ὁμιλία, διάλεξις, Πλούτ. 2. 67C, 582Ε· - ἐν βίῳ Φωκίωνος 5, ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει ἐντυχήμασι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας (ἴδε Πλουτ. Παραλλ. τ. 5. σ. 313, ἔκδ. Κοραῆ). ΙΙ. τὸ μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, μεσολάβησις, ὑπερέντευξις, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ϛ΄, 404). ΙΙΙ. ἀντιδικία ἢ κατηγορία, Σερῆνος παρὰ Στοβ. 13. 28, Ἰωάν. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολ. 3. 8, κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
rencontre, entretien.
Étymologie: ἐντυγχάνω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I encuentro, ἀρχή τε γὰρ ἐντυχίας primer momento de encuentro Clearch.25, cf. Plb.6.11a.4, Plu.2.582e, 67c, Themist.Ep.1, ἱκετευτικὴ ἐ. Eust.1262.29
•de donde entrevista, conversación, charla I.AI 16.336, ἐ. πρὸς Ἐλεάζαρον Aristeas 1, αἱ ἐντυχίαι τῶν πρωσώπων Eust.648.2, ἐν ταῖς ἐντυχίαις ... πολλὰ διελθὼν καὶ μακρῶς Stob.2.7.20.
II 1petición, solicitud, apelación, queja c. dist. giros prep. τὴν ἐντυχίαν ἐποιήσαντο περὶ τῆς ἀπολύσεως αὐτῶν LXX 3Ma.6.40, πρὸς αὐτὸν Καίσαρα τὴν ἐντυχίαν ποιησάμενος I.AI 16.299, cf. Heph.Astr.3.20.2, Seren. en Stob.3.13.48, c. κατά y gen. ἡ ἐ. κατὰ τῶν οἰκοδομησαμένων Chrys.M.55.238, en cont. admin., esp. en pap. PTeb.61(b).26, cf. PLips.145.23 (ambos II a.C.), καθ' οὗ καὶ πλείστας ἐντυχίας καὶ ἐπιδόσεις ἀναφορῶν ἐποιησάμεθα PRyl.119.29 (I d.C.), cf. PEuphr.2.12 (III d.C.), PSI 451.9 (IV d.C.).
2 plegaria, oración, súplica dirigida a la divinidad ἐντυχία πρὸς Ἥλιον PMag.4.1930, cf. 13.136, ἐντυχίαν ... ποιεῖσθαι πρὸς τὸν Θεὸν περὶ τοῦ ἰδίου βίου Eus.M.23.232C, cf. Ath.Al.M.27.25D, Iambl.Myst.3.13, Ast.Soph.Hom.6.12, Corp.Herm.Fr.23.63.
III admin. y jur., plu. archivos de veredictos, Lyd.Mag.3.8.
Greek Monolingual
ἐντυχία, η (AM)
αρχ.-μσν.
1. συνάντηση, συνέντευξη
2. έκκληση, αίτηση, παράκληση
3. αντιδικία ή κατηγορία, μήνυση
4. δέηση
5. (ειδ.) δέηση προς τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο
6. λίβελλος
7. μεσολάβηση, μεσιτεία
αρχ.
1. ομιλία, συνομιλία
2. άσκηση, τριβή
3. πληθ. πρακτικά δικαστικών ετυμηγοριών.
Russian (Dvoretsky)
ἐντῠχία: ἡ Polyb., Plut. = ἔντευξις.