προσδιαφθείρω
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
A destroy besides, τινα S.Ph.76, cf. Plu.Cam.22, Lib.Ep.26.1:—Pass., perish besides, Isoc.19.29. II corrupt, spoil besides, τοὺς λοιποὺς ταπιδοφάντας PCair Zen. 484.16 (iii B.C.); τὴν τροφήν Sor.1.53; τὸ χρηστὸν αἷμα Gal. ap. Orib.51.36.2; τὸ ὑπάρχον cause abortion of the existing foetus as well, Hp.Vict.1.31. III pervert besides, τινὰ ἐλπίσι Plu.Cic.17, cf. Luc.30:—Pass., J.BJ4.3.2.
German (Pape)
[Seite 756] noch dazu vernichten, verderben; Soph. ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών, Phil. 76; Plut. Camill. 22; pass., Isocr. 19, 29; D. Cass. 61, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω προσέτι, τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι προσέτι, Ἰσοκρ. 390Β.
French (Bailly abrégé)
perdre ou faire périr en outre.
Étymologie: πρός, διαφθείρω.
Greek Monolingual
Α
1. καταστρέφω κάποιον ή κάτι επί πλέον (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών», Σοφ.)
2. αποστερώ επί πλέον
3. προκαλώ επίσης έκτρωση του εμβρύου
4. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω.
Greek Monotonic
προσδιαφθείρω: μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω επιπλέον, σε Σοφ. — Παθ., χάνομαι, πεθαίνω, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
προσδιαφθείρω: одновременно губить, уничтожать (τινά и τι Plut.): ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών Soph. (если Филоктет узнает о моем прибытии), я погиб и одновременно погублю тебя.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-διαφθείρω erbij doden; met acc..; καὶ σὲ προσδιαφθερῶ en ik zal jou in mijn ondergang meeslepen Soph. Ph. 76; verpesten:. προσδιέφθειραν ἐλπίσι κεναῖς zij verpestten (hem) bovendien met loze verwachtingen Plut. Cic. 17.5.
Middle Liddell
fut. -φθερῶ
to destroy besides, Soph.: —Pass. to perish besides, Isocr.