προσδιαφθείρω

From LSJ
Revision as of 13:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιαφθείρω Medium diacritics: προσδιαφθείρω Low diacritics: προσδιαφθείρω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: prosdiaphtheírō Transliteration B: prosdiaphtheirō Transliteration C: prosdiaftheiro Beta Code: prosdiafqei/rw

English (LSJ)

   A destroy besides, τινα S.Ph.76, cf. Plu.Cam.22, Lib.Ep.26.1:—Pass., perish besides, Isoc.19.29.    II corrupt, spoil besides, τοὺς λοιποὺς ταπιδοφάντας PCair Zen. 484.16 (iii B.C.); τὴν τροφήν Sor.1.53; τὸ χρηστὸν αἷμα Gal. ap. Orib.51.36.2; τὸ ὑπάρχον cause abortion of the existing foetus as well, Hp.Vict.1.31.    III pervert besides, τινὰ ἐλπίσι Plu.Cic.17, cf. Luc.30:—Pass., J.BJ4.3.2.

German (Pape)

[Seite 756] noch dazu vernichten, verderben; Soph. ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών, Phil. 76; Plut. Camill. 22; pass., Isocr. 19, 29; D. Cass. 61, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω προσέτι, τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι προσέτι, Ἰσοκρ. 390Β.

French (Bailly abrégé)

perdre ou faire périr en outre.
Étymologie: πρός, διαφθείρω.

Greek Monolingual

Α
1. καταστρέφω κάποιον ή κάτι επί πλέον (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών», Σοφ.)
2. αποστερώ επί πλέον
3. προκαλώ επίσης έκτρωση του εμβρύου
4. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω.

Greek Monotonic

προσδιαφθείρω: μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω επιπλέον, σε Σοφ. — Παθ., χάνομαι, πεθαίνω, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

προσδιαφθείρω: одновременно губить, уничтожать (τινά и τι Plut.): ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών Soph. (если Филоктет узнает о моем прибытии), я погиб и одновременно погублю тебя.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-διαφθείρω erbij doden; met acc..; καὶ σὲ προσδιαφθερῶ en ik zal jou in mijn ondergang meeslepen Soph. Ph. 76; verpesten:. προσδιέφθειραν ἐλπίσι κεναῖς zij verpestten (hem) bovendien met loze verwachtingen Plut. Cic. 17.5.

Middle Liddell

fut. -φθερῶ
to destroy besides, Soph.: —Pass. to perish besides, Isocr.