σημείωμα
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A records, Vit Philonid. p.11 C.
Greek (Liddell-Scott)
σημείωμα: τό, = τῷ ἑπομ. Ι. 2, Βυζ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ [[σημειῶ, -ώνω]]
σύντομη καταγραφή γεγονότων ή πληροφοριών
νεοελλ.
1. σημείωση
2. λιγόλογο γράμμα, πρόχειρη επιστολή
3. σύντομο έγγραφο, υπόμνημα που απευθύνεται σε δημόσια αρχή
4. παρατήρηση γραμμένη στο περιθώριο της σελίδας ή κάτω από το κείμενο βιβλίου
5. περιληπτικό έγγραφο στο οποίο περιέχονται τα όσα προηγουμένως είχε δηλώσει προφορικά ξένος διπλωμάτης προς την κυβέρνηση στην οποία είναι διαπιστευμένος
6. έγγραφη σύσταση πολιτικού, απευθυνόμενη σε δημόσια αρχή για την εξυπηρέτηση φίλου ή ψηφοφόρου του
7. φρ. α) «σημείωμα διορθωτικό» — τετραπλότυπο σημείωμα όπου αναγράφονται οι ποσότητες μεταφερθέντων εμπορευμάτων β) «σημείωμα παραλείψεων» — σημείωμα εξακριβωμένων παραλείψεων και παρατυπιών που παραδίδει ο οικονομικός έφορος στον έλεγχο
γ) «σημείωμα πιστωτικό» — το σημείωμα επιστροφής που εκδίδει ο πωλητής, όταν κάνει μερική ή ολική επιστροφή αγαθών και επιδιώκει την έκπτωση της αξίας από μεταγενέστερο τιμολόγιο
μσν.
βασιλικό διάταγμα.