δεκαέτηρος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, (ἔτος)
A ten-yearly: χρόνος δ. a space of ten years. Pl.Lg.772b codd.:— fem. δεκα-ετηρὶς πανήγυρις D.C.57.24: more freq. as Subst., period of ten years, prob. in Pl.l.c., Vett. Val.252.9, OGI722 (Egypt, iv A.D.):— also δεκα-ετηρία, ἡ, title of Orphic work, Suid.
German (Pape)
[Seite 542] χρόνος, eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαέτηρος: -ον, (ἔτος) ὁ δέκα ἔτη μακρός, χρόνος δ., χρονικὴ περίοδος δέκα ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς πανήγυρις, ἡ διὰ δέκα ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - ὡσαύτως δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
décennal.
Étymologie: δέκα, ἔτος.
Spanish (DGE)
-ον
de diez años χρόνος Pl.Lg.772b (cód.), cf. δεκέτηρος.
Greek Monolingual
δεκαέτηρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα ετών
2. «χρόνος δεκαέτηρος» — διάστημα χρονικό δέκα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ετηρος < έτος (πρβλ. τριέτηρος)].
Greek Monotonic
δεκαέτηρος: -ον (ἔτος), αυτός που έχει χρονική διάρκεια δέκα ετών, δεκαετής, δεκάχρονος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δεκαέτηρος: Plat. = δεκαετής.