δυσνόητος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A hard to be understood, Dariusap. D.L. 9.13, 2 Ep.Pet.3.16; χρησμοί Luc.Alex.54. II Act., slow of understanding, Vett.Val.345.26.
German (Pape)
[Seite 684] schwer einzusehen zu begreifen; χρησμός Luc. Alex. 54; D. L. 9, 13; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δυσνόητος: -ον, δυσκολονόητος, λόγος Δαρεῖος παρὰ Διογ. Λ. 9. 13. 2) ἀδιανόητος, ἀκατανόητος, ἄτοπος, Ἀριστ. Φυτ. 1. 1, 11.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de entender λόγος D.L.9.13, cf. 2Ep.Petr.3.16, χρησμοί Luc.Alex.54, τὰ ... πάντα μεγάλα καὶ ἔνδοξά ἐστι καὶ δυσνόητα τοῖς ἀνθρώποις Herm.Sim.9.14.4.
2 de pers. lento de comprensión, torpe εἰς τὸ ἀναγιγνώσκειν Vett.Val.331.33.
II adv. -ως con dificultad, torpemente πάνυ δ. φέρῃ περὶ τὰς Γραφάς Adam.Dial.44.
English (Strong)
from δυσ- and a derivative of νοιέω; difficult of perception: hard to be understood.
English (Thayer)
(δυσφημέω) δυσφήμω: (present passive δυσφημοῦμαι); (δύσφημος); to use ill words, defame; passive robe defamed, T WH Tr marginal reading (Aeschylus Agam. 1078 down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσνόητος, -ον)
1. αυτός που γίνεται δύσκολα κατανοητός
2. αυτός που δύσκολα εννοεί κάτι.
Russian (Dvoretsky)
δυσνόητος: трудный для понимания, неудобопонятный (χρησμός Luc.; λόγος Diog. L.).
Chinese
原文音譯:dusnÒhtoj 低士-挪誒拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:難-心思(的)
字義溯源:難明白的;由(δυσ)*=難)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 難明白的(1) 彼後3:16