βιαρκής

From LSJ
Revision as of 14:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐαρκής Medium diacritics: βιαρκής Low diacritics: βιαρκής Capitals: ΒΙΑΡΚΗΣ
Transliteration A: biarkḗs Transliteration B: biarkēs Transliteration C: viarkis Beta Code: biarkh/s

English (LSJ)

ές, (

   A βίος 11, ἀρκέω) supplying the necessaries of life, AP6.179 (Arch.).    2 life-giving, Nonn.D.17.370.

German (Pape)

[Seite 444] ές, hinlänglichen Lebensunterhalt gewährend, λινοστασίη Archi. 8 (VI, 179); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βιαρκής: -ές, (βίος, ἀρκέω) ὁ παρέχων τὰ ἀναγκαῖα τοῦ βίου, ἐπαρκῶν εἰς τὰ τοῦ βίου, Ἀνθ. Π. 6. 179.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui suffit aux besoins de la vie.
Étymologie: βίος, ἀρκέω.

Spanish (DGE)

-ές
1 que proporciona suficientes medios de vida λινοστασίη AP 6.179 (Arch.).
2 dador de vida καρπός SEG 38.1797.7 (Egipto II d.C.), γαίη Nonn.D.17.370, ἐφετμαί Nonn.Par.Eu.Io.15.14, cf. 17.8.

Greek Monolingual

βιαρκής (-οῡς), -ές (Α)
1. επαρκής για τις βιοτικές ανάγκες
2. ζωοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + αρκής < άρκος (Ι) < πιθ. αρκώ «επαρκώ, είμαι αρκετός»].

Greek Monotonic

βιαρκής: -ές (βίος, ἀρκέω), αυτός που παρέχει τα αναγκαία για τη ζωή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βιαρκής: дающий достаточные средства к жизни (λινοστασίη Anth.).

Middle Liddell

βίος, ἀρκέω
supplying the necessaries of life, Anth.