στρατήγιον
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
(in codd. sts. -εῖον, as D.L.1.50), τό,
A general's tent, S. Aj.721. 2 at Athens, the place where the στρατηγοί held their sittings, Aeschin.2.85, 3.146, D.42.14, IG22.500.39, prob. in 12.77.19, 22.1479.66, cf. Plu.Per.37, Id.2.519b, D.L.1.50. 3 in Egypt, business-office of the στρατηγός, PPetr.2p.26 (iii B.C.). 4 = Lat. praetorium, Ph.Bel.102.5, Plb 6.31.1, D.H.5.28, 9.6, Plu.2.813e, D.C.53.16. 5 camp, Suid. (citing S. l.c.).
German (Pape)
[Seite 951] τό, = στρατηγεῖον; Soph. Ai. 708; Pol. 6, 31, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτήγιον: (ἐν Ἀντιγράφοις ἐνίοτε -εῖον), τό, ἡ σκηνὴ τοῦ στρατηγοῦ, Λατιν. praetorium, Σοφ. Αἴ. 721, Δημ. 1043. 11. 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τόπος ἔνθα συνηδρίαζον οἱ στρατηγοί, Αἰσχίν. 39. 24., 74. 21, Πλουτ. Περικλ. 37, κλ. 3) στρατόπεδον, Βυζ. (οὕτω δὲ ἐκλαμβάνουσί τινες τὴν λέξιν καὶ ἐν τῷ προμνησθέντι χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ.), Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 tente du général;
2 local d’Athènes où les stratèges tenaient leurs séances.
Étymologie: στρατηγός.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. στρατηγείο.
Greek Monotonic
στρᾰτήγιον: τό,
1. σκηνή στρατηγού, Λατ. praetorium, σε Σοφ., Δημ.
2. στην Αθήνα, τόπος όπου συνεδρίαζαν στρατηγοί, σε Αισχίν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατήγιον -ου, τό [στρατηγός] veldheerstent.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτήγιον: τό
1) палатка полководца Soph., Dem.;
2) (в Афинах) стратегий (место совещаний стратегов) Aeschin., Plut.
Middle Liddell
στρᾰτήγιον, ου, τό,
1. the general's tent, Lat. praetorium, Soph., Dem.
2. at Athens, the place where the στρατηγοί held their sittings, Aeschin.