χάλκανθον

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκανθον Medium diacritics: χάλκανθον Low diacritics: χάλκανθον Capitals: ΧΑΛΚΑΝΘΟΝ
Transliteration A: chálkanthon Transliteration B: chalkanthon Transliteration C: chalkanthon Beta Code: xa/lkanqon

English (LSJ)

τό,

   A solution of blue vitriol (copper sulphate), used for ink and for shoemaker's blacking, Dsc.3.80, Orph.A.960, Plin.HN34.123.    II = χρυσάνθεμον, Ps.-Dsc.4.58.

German (Pape)

[Seite 1329] τό, = Vorigem, Orph. Arg. 963.

Greek (Liddell-Scott)

χάλκανθον: τό, διάλυσις χαλκίτιδος ἢ κυανῆς στυπτηρίας (θειικοῦ χαλκοῦ, «γαλαζοπέτρας») χρησιμεύουσα ὡς μέλαν πρὸς γραφὴν καὶ ὡς βαφὴ δερμάτων τῶν ὑποδηματοποιῶν, Λατ. chalcanthum, Διοσκ. 5. 114, Πλίν. 34. 32. ― ἀλλ’ ἀμφότεροι οἱ συγγραφεῖς φαίνεται ὅτι συνέχεαν τὸν θειικὸν χαλκὸν (κυανοῦν) πρὸς τὸν θειικὸν σίδηρον (πράσινον) ὡς καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις τὸ ὄνομα βιτριόλιον (vitriol) ἐδόθη εἰς ἀμφότερα· ― ὡσαύτως χάλκανθος, ὁ καὶ ἡ, Γαλην.· καὶ χαλκανθές, τό, Στράβ. 163, 648. ― Ἐπίθ. χαλκανθώδης, ες, ὅμοιος πρὸς χάλκανθον, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασίῳ 279 Matth. ― Δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέωμεν τοῦτο πρὸς τὸ χαλκοῦ ἄνθος, ἴδε ἐν λ. χαλκὸς ΙΙΙ.

Spanish

sulfato de cobre

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μσν.
το χρυσάνθεμο
αρχ.
θειικός χαλκός που χρησιμοποιούσαν σε διάλυμα για μελάνη γραφής και για βαφή δερμάτων και υποδημάτων («τὸ καλούμενον χάλκανθον οὐδετέρως ἢ ὡς ἔνιοι χάλκανθος ἀρσενικῶς ἢ θηλυκῶς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + ἄνθος, κατά τα δευτερόκλιτα ουδ. σε -ον].