ὑποκατάκλισις
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
εως, ἡ, metaph.,
A taking a lower place, compliance, servility, Plu.2.58c (pl.); a humiliation, Hld.10.25.
German (Pape)
[Seite 1219] ἡ, das Darunterlegen, Sp.; – Nachgiebigkeit, Fügsamkeit, Schmeichelei; Plut. discr. ad. et am. 23; Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκατάκλῐσις: -εως, ἡ, τὸ ὑποκατακλίνεσθαι· - μεταφορ., ὑποταγή, ὑποχώρησις, ταπείνωσις, Πλούτ. 2. 58D, Ἡλιόδ. 10. 25.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acte de condescendance, concession.
Étymologie: ὑποκατακλίνω.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, ΜΑ ὑποκατακλίνω
μσν.
πλαγιασμα, ξάπλωμα κάτω από κάτι
αρχ.
(κυρίως μτφ.) α) υποταγή
β) ταπείνωση.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκατάκλισις: εως ἡ преклонение, уступка (ὑποκατακλίσεις καὶ ἀναχωρήσεις Plut.).