ὑποπέμπω

From LSJ
Revision as of 11:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπέμπω Medium diacritics: ὑποπέμπω Low diacritics: υποπέμπω Capitals: ΥΠΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: hypopémpō Transliteration B: hypopempō Transliteration C: ypopempo Beta Code: u(pope/mpw

English (LSJ)

   A send under, to, or into, c. acc., γᾶς ὑποπεμπομένα σκότον E.Hec.209 (lyr.).    II send secretly, Th.4.46, X.Cyr.2.4.21, Arist. Oec.1352a3:—Pass., Lys.1.15.    2 send as a spy, send in a false character, X.An.2.4.22, cf. Th. l.c., and v. foreg.

German (Pape)

[Seite 1228] darunter-, dahin-, dahineinschicken, γᾶς ὑποπεμπομέναν σκότον Eur. Hec. 208; – heimlich, bes. als Kundschafter schicken, Thuc. 4, 46 Xen. Cyr. 2, 4,21 u. öfter; An. 3, 4,22, übh. anstiften, anstellen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπέμπω: μέλλ. -ψω, πέμπω κάτω εἴς τι, μετ’ αἰτ., γῆς ὑποπεμπομένα σκότον Εὐρ. Ἑκάβ. 208. ΙΙ. πέμπω, κρυφίως, Θουκ. 4. 46, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 91· Παθ., Λυσίας 93. 8· - πέμπω τινά που μὲ δόλιον σκοπὸν πρὸς ἐξαπάτησιν ἢ κατασκόπησιν, Λατ. submittere, subornare, Ξεν. Ἀν. 2. 4. 22, πρβλ. Θουκ., ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ ἴδε τὸ προηγ.· ὑπ. τινά, ὡς ψευδομάρτυρα, Ἀριστ. Οἰκον. 2. 32.

French (Bailly abrégé)

1 envoyer sous (rég. ind. à l’acc.);
2 envoyer secrètement, aposter ; particul. envoyer comme espion, avec une fausse qualité.
Étymologie: ὑπό, πέμπω.

Greek Monolingual

Α πέμπω
1. ρίχνω κάτι από πάνω προς τα κάτω
2. στέλνω κάποιον κάπου χωρίς να γίνει αντιληπτός
3. στέλνω κάποιον με δόλιο σκοπό και, κυρίως, για να κατασκοπεύσει
4. εισάγω κάποιον ως ψευδομάρτυρα σε δίκη.

Greek Monotonic

ὑποπέμπω: μέλ. -ψω,
I. στέλνω από κάτω — Παθ., αποστέλλομαι κάτω από, σκότον, σε Ευρ.
II. αποστέλλω κρυφά, στέλνω κάποιον ως κατάσκοπο, παρουσιάζω ψευδομάρτυρα, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπέμπω:
1) (тайно) подсылать (τινά Thuc., Xen., Arst.; πρεσβῦτις ὑπό τινος ὑποπεμφθεῖσα Lys.);
2) ниспосылать, отправлять вниз: γᾶς ὑποπεμπόμενος σκότον Eur. отправленный в подземный мрак, т. е. умерщвленный.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to send under: Pass. to be sent beneath, σκότον Eur.
II. to send secretly: to send as a spy, send in a false character, Thuc., Xen.